ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ξέρεις, μωρέ μάνα, τι με πονάει; Που δεν θα βουλιάξουν ποτέ τα τακούνια μου στα λασπωμένα σοκάκια της γειτονιάς αλλά ούτε την μπουγάδα θα απλώσω κόντρα στον ήλιο στην μικρή αυλή. Σε θυμάμαι που μετρούσες το ρύζι με το φλιτζάνι να ταΐσεις εφτά στόματα ενώ εγώ το αδειάζω με το πακέτο μέσα στην ακριβοπληρωμένη κατσαρόλα. Σε θυμάμαι που μαντάριζες τις μαύρες σου νάυλον κάλτσες για να είσαι κοκέτα μέσα στη “μιζέρια” περιμένοντας τον μπαμπά να γυρίσει από το μεροκάματο. “Για να μη με βαρεθεί ποτέ”, έλεγες. Τα κατάφερες, ενώ εγώ βαριέμαι και τον εαυτό μου. Κι όταν έλειπε το αγορασμένο γλυκό από το σπίτι περήφανα έλεγες στους μουσαφίρηδες ότι σαν το γλυκό κερασάκι σου δεν φτιάχνει καμία. Με τις κούτες τα αγοράζω τα γλυκά και πετάω τα μισά γιατί μουσαφίρηδες εγώ δεν έχω. Για την Ελλάδα δεν μίλησες ποτέ λες και δεν υπήρχε. Μόνο που θυμάμαι μια φορά που άνοιξες, τραγουδώντας Γιώτα Λύδια, διάπλατα τα παράθυρα απότομα όταν ένας χωροφύλακας έλεγε στην γειτονιά ότι οι κομουνιστές είναι προδότες κοιτώντας το δικό μας σπίτι. Ξέρεις, τι με πονάει πιο πολύ ρε μάνα; Ότι κουβαλούσες την Ελλάδα ασυνείδητα μέσα σου. Και φοβάμαι ότι δεν σου’ μοιασα, μαμά.