«Κ.Π. Καβάφης: Ποιήματα» – Η ποίηση του Αλεξανδρινού ξανά από την αρχή

Για τη δίτομη έκδοση «Κ.Π. Καβάφης: Ποιήματα», που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Διόπτρα. Εικόνα: Ο Καβάφης σε εκδήλωση στην Αλεξάνδρεια (από το Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση).
Γράφει ο Τάκης Καγιαλής
Θα ξεκινήσω την παρουσίαση της νέας έκδοσης της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη κάπως ανορθόδοξα, με έναν στίχο από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο δαίμων της πορνείας». Θυμίζω ότι ο ποιητής μιλάει εδώ μέσα από τη μάσκα του Κύπριου χρονικογράφου Λεόντιου Μαχαιρά:
«κι είναι ανελέημονες οι Καταλάνοι»
Αυτός είναι ο στίχος. Θα σας τον ξαναθυμίσω στο τέλος της σύντομης παρέμβασής μου.
Κρατάμε στα χέρια μας ένα φιλόδοξο και τολμηρό εγχείρημα από τις εκδόσεις Διόπτρα: μια καινούργια δίτομη έκδοση του συνόλου της καβαφικής ποίησης, επιμελημένη από τον φίλτατο και εμπειρότατο Καταλανό νεοελληνιστή, τον Εουζέμπι Αγιένσα.
Ξεκινώντας από τον αισθητικό σχεδιασμό του Γιάννη Καρλόπουλου, πρόκειται για μια έκδοση δελεαστική, φροντισμένη και λειτουργική. Οι δύο τόμοι είναι ιδιαίτερα όμορφοι, αλλά δεν είναι μόνο όμορφοι. Η τυποτεχνική τους εμφάνιση είναι έντονα φορτισμένη με ιστορική μνήμη. Σε αυτό συμβάλλουν οι εικόνες των τεκμηρίων από το αρχείο Καβάφη που περιλαμβάνονται στην έκδοση και διάφορες άλλες λεπτομέρειες, όπως ας πούμε η σημείωση «10, Rue Lepsius» στην πρώτη σελίδα, που ανακαλεί τον ποιητή ως αποστολέα της ποίησής του και έτσι μοιάζει να συνυφαίνει τα ποιήματα της έκδοσης με τις χειροποίητες καβαφικές συλλογές. Κυρίως, όμως, στην ιστορική φόρτιση συμβάλλει ο γραφιστικός σχεδιασμός των ποιημάτων, που παραπέμπει στα περίφημα μονόφυλλα του Καβάφη, στα οποία εξάλλου βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, και η εκδοτική πρόταση του Εουζέμπι Αγιένσα. Μαζί με αυτά, προσωπικά βρίσκω λυτρωτική την απουσία φωτογραφιών του Καβάφη, μια επιλογή που μας ενθαρρύνει να μετρηθούμε με το κείμενο της ποίησής του. Επίσης, μου αρέσουν πολύ τα εξώφυλλα των δύο τόμων, με την απόλυτη έμφαση που δίνουν στις αριθμητικές ακολουθίες: 1-154, 155-289. Αυτό σίγουρα μας θυμίζει την αντίληψη του Σεφέρη για την καβαφική ποίηση ως έργο εν προόδω, το οποίο εξελίσσεται διαρκώς χωρίς ποτέ να υποτάσσεται στο περίγραμμα μιας ποιητικής συλλογής. Παράλληλα, ο σχεδιασμός των εξωφύλλων αναδεικνύει και την πρωτοποριακή διάσταση αυτής της ποίησης, τη ζωηρή συνομιλία της με το μοντέρνο, όπως αυτό εκδηλώνεται παντού στην Ευρώπη, την εποχή του Καβάφη, ακόμη και στο επίπεδο της γραφιστικής επιμέλειας των ποιητικών εκδόσεων.
Περνώντας σιγά-σιγά στο περιεχόμενο και στις εκδοτικές επιλογές του Εουζέμπι Αγιένσα, νομίζω ότι η ισχυρή εστίαση στην αριθμητική ακολουθία ως ταξινομική αρχή μάς επιτρέπει να διαβάσουμε τα εκτός κανόνα ποιήματα του Καβάφη με ισχυρότερη αίσθηση της ένταξής τους στο ενιαίο έργο. Ο αναγνώστης φυσικά αντιλαμβάνεται ότι διαβάζει Αποκηρυγμένα, Κρυμμένα ή Ατελή ποιήματα, η έκδοση το δείχνει με σαφήνεια, αλλά και κάπως διακριτικά, τόσο ώστε να τον καλεί να διαβάσει τα ποιήματα σε συνεχή ροή, ως ψηφίδες ενός συνολικού στοχαστικού εγχειρήματος.
Η επιλογή του πολυτονικού
Δεν θα αναπτύξω εδώ τις επιμέρους εκδοτικές επιλογές του επιμελητή αναφορικά με τη μορφή του κειμένου, οι οποίες είναι αρκετά σύνθετες, δεδομένου ότι ο Καβάφης δεν δεχόταν πάντα μια μορφή των κειμένων του ως αμετάκλητα οριστική. Τις εξηγεί αναλυτικά ο ίδιος ο επιμελητής στην εισαγωγή του, στον πρώτο τόμο της έκδοσης (σσ. 26-35). Θα πω μονάχα μια κουβέντα για την επιλογή του πολυτονικού, που αρχικά ομολογουμένως με ξένισε και χρειάστηκε να την σκεφτώ με κάποια προσοχή. Κατέληξα ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης, η οποία με πολλούς τρόπους ζητάει να ιστορικοποιήσει την καβαφική ποίηση, το πολυτονικό ίσως είναι χρήσιμο και λειτουργικό ως μέθοδος ανοικείωσης.
Εξηγούμαι. Τα ποιήματα του Καβάφη έχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό αντικείμενο έντονης πολιτισμικής οικειοποίησης, σε ποικίλες εκδοχές του δημόσιου λόγου αλλά και σε πλήθος ιδιωτικών περιστάσεων, έτσι ώστε συχνά να τα προσλαμβάνουμε περισσότερο σαν κοινόχρηστες μεταφορές, σαν γνωμικά, σαν παροιμίες ίσως, παρά σαν ποιητικά κείμενα προς ανάγνωση. Νομίζουμε, απατηλά, ότι κατέχουμε πλήρως το νόημά τους ή ότι αυτό που πρόχειρα αντιλαμβανόμαστε είναι όντως το πλήρες νόημά τους. Πιστεύω ότι στη συγκυρία που ζούμε, στην εποχή της βιαστικής, διαγώνιας ανάγνωσης και της ανελέητης συρρίκνωσης της ποιητικής πολυσημίας, η επιλογή του πολυτονικού μάς υποχρεώνει να σταθούμε μια στιγμή και να προσέξουμε τους στίχους, να τους διαβάσουμε ξανά από την αρχή, ακόμα και αν πρόκειται για κάποιο από τα πιο γνωστά ποιήματα του Καβάφη. Να μην αντικρύσουμε το ποίημα σαν κάτι που κυκλοφορεί ευρέως στον καθημερινό μας λόγο αλλά, ας πούμε, σαν παλιό νόμισμα, που όσο γνώριμο κι αν είναι σε καλεί να το ξαναδεις προσεκτικά, να περιεργαστείς και να εκτιμήσεις τη μοναδικότητά του. Αυτό, όταν συμβαίνει, είναι κέρδος – και στην περίπτωση της καβαφικής ποίησης όχι μικρό κέρδος.
Ενδεικτικά και μόνο, το πρώτο ποίημα του πρώτου τόμου, το γνωστό «Ένας γέρος», συνοδεύεται από σημείωση έκτασης δυόμιση σελίδων.
Παραταύτα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας έκδοσης της ποίησης του Καβάφη είναι ο σχολιασμός των ποιημάτων. Οι σημειώσεις του επιμελήτή είναι εκτενείς: υπολογίζοντας τους δύο τόμους μαζί, μέτρησα 357 σελίδες ποιητικού κειμένου και 220 σελίδες σημειώσεων. Άρα, οι σημειώσεις καλύπτουν περίπου 40% του συνόλου της έκδοσης. Ενδεικτικά και μόνο, το πρώτο ποίημα του πρώτου τόμου, το γνωστό «Ένας γέρος», συνοδεύεται από σημείωση έκτασης δυόμιση σελίδων. Σε άλλες περιπτώσεις οι σημειώσεις είναι ακόμα εκτενέστερες, π.χ. στο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και στον «Καισαρίωνα» εκτείνονται κάθε φορά σε τέσσερις σελίδες κειμένου.
Ο σχολιασμός του επιμελητή
Εύκολα αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο χαρακτήρας των σημειώσεων του επιμελητή δεν είναι εδώ εγκυκλοπαιδικός, όπως έχουμε συνηθίσει στις καβαφικές εκδόσεις. Οι σημειώσεις δεν περιορίζονται σε σύντομες τυπικές πληροφορίες γύρω από πρόσωπα, ιστορικά και μυθολογικά, και χρονολογίες, πληροφορίες που κατά κανόνα προκαλούν αμηχανία στον αναγνώστη, καθώς δεν ξέρει πώς καλείται να τις αξιοποιήσει. Αλλά δεν είναι ούτε και υπερβολικά προσωπικός ο χαρακτήρας των σημειώσεων, δεν υποβάλλουν δηλαδή στον αναγνώστη την ερμηνευτική ή καμιά φορά και την αξιολογική άποψη του επιμελητή, όπως συμβαίνει σε άλλες εκδόσεις.
Οι σημειώσεις του Εουζέμπι Αγιένσα περιλαμβάνουν κυρίως:
• Σχολιασμό διαφορετικών εκδοχών στίχων του ποιήματος, βάσει τεκμηρίων που σώζονται κυρίως στο αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση.
• Αποσπάσματα από καβαφικά σημειώματα, άρθρα, σχόλια, μαρτυρίες, αλλά και από την αλληλογραφία του ποιητή, πολλά από τα οποία επίσης προέρχονται από το αρχείο του.
• Συσχετισμούς στίχων του ποιήματος με αποσπάσματα από κείμενα της κλασικής γραμματείας ή και σύγχρονων Ευρωπαίων συγγραφέων, τα οποία έχουν υποδειχθεί ως παράλληλα ή και ως πηγές από μελετητές του Καβάφη.
• Κριτικές επισημάνσεις, σε διαχρονικό άνυσμα, από την παλαιότερη καβαφική κριτική (π.χ. του Σαρεγιάννη, του Μαλάνου, του Περίδη κ.ά.) μέχρι και από μελέτες που κυκλοφόρησαν μόλις τον περασμένο χρόνο.
Με αυτούς τους όρους, οι σημειώσεις του επιμελητή της νέας και καλοδεχούμενης έκδοσης προσφέρουν μια πολύτιμη εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Διευκρινίζουν σημεία που ενδέχεται να δυσκολεύουν τη σύγχρονη αναγνώστρια και τον αναγνώστη, παραθέτουν δεδομένα από μια ευρύτατη βιβλιογραφική ανασκόπηση, βάζουν το ποίημα και τον αναγνώστη του μέσα στην ερευνητική συζήτηση, σε διαχρονική βάση αλλά οπωσδήποτε με μεγαλύτερη έμφαση σε σύγχρονες και πρόσφατες μελέτες. Προφανώς, ο σκοπός αυτού του σχολιασμού δεν είναι η πληρότητα, και δεν θα μπορούσε να είναι, καθώς η καβαφική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά εκτενής και διαρκώς αναπτυσσόμενη. Η λειτουργία των σημειώσεων είναι ενδεικτική και επιλεκτική, αλλά κατά τη γνώμη μου άκρως διαφωτιστική. Φέρνουν το καβαφικό κείμενο σε συνάφεια με τη φιλολογική και κριτική έρευνα, φανερώνουν, σε όποιον ενδιαφέρεται να τις συμβουλευτεί, ότι το ποίημα δεν είναι μόνο αφορμή για ρεμβασμό, αλλά αντικείμενο μιας ζωντανής και συναρπαστικής ερμηνευτικής συζήτησης, με τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις που αυτές οι συζητήσεις συνήθως περικλείουν.
Όπως φανερώνουν οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, δεν έχουμε μπροστά μας απλώς μια επαρκή και φροντισμένη έκδοση της ποίησης του Καβάφη, αλλά μια έκδοση που τη χρειαζόμαστε. Στα χρόνια μας η καβαφική ποίηση γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο συνειρμικών και βιωματικών προσεγγίσεων, στο επίπεδο της ανάγνωσης, της διδασκαλίας, τελικά και της κριτικής. Αυτή η μάλλον ναρκισιστική αντίληψη λειτουργεί σαν μηχανή, που διαρκώς παράγει και διαχέει ανιστορικούς μύθους και φαντασιώσεις με αφορμή, ή καλύτερα με άλλοθι, τον Καβάφη. Σε αυτήν τη συγκυρία, εκείνο που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι η ιστορική αναπλαισίωση της καβαφικής ποίησης, η μεθοδική ένταξη του ποιητή και του έργου του στην πολιτισμική τους συγχρονία, η ανάδειξη της αξίας της καβαφικής κριτικής ως ερευνητικού και στοχαστικού εγχειρήματος που δεν αφορά μόνο τους «ειδικούς», αλλά εμπλουτίζει και ενισχύει την προσωπική ανάγνωση καθεμιάς και καθενός μας. Η θαραλλέα πρόταση των εκδόσεων Διόπτρα υπερασπίζεται δυναμικά αυτό το πρόταγμα, καθώς μας καλεί να ξαναδιαβάσουμε τον Καβάφη όχι ως θαμπό καθρέφτισμα του εαυτού μας, αλλά ως ιδιοφυή ποιητή που έζησε και έγραψε πριν από έναν αιώνα. Γι’ αυτό, εκτός από όμορφη και φροντισμένη, η έκδοση που έχουμε απόψε μπροστά μας είναι και χρήσιμη και αναγκαία.
Ύστερα από όλα αυτά, λέω πως ίσως ήρθε ο καιρός να διορθώσουμε καβαφικά τον στίχο του Σεφέρη, με τον οποίο ξεκίνησα την παρέμβασή μου. Μα όχι, είναι ελεήμονες, είναι άκρως ελεήμονες οι Καταλάνοι. Δείτε τι δώρα μας έφερε από το Εμπούριες (Εμπόριο) της Καταλονίας ο εξαιρετικός αυτός ελληνιστής, ο καλός μας φίλος Εουζέμπι Αγιένσα.
*Ο ΤΑΚΗΣ ΚΑΓΙΑΛΗΣ είναι Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Δημιουργική Γραφή» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Λίγα λόγια για τον ποιητή
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 29 Απριλίου 1863, αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του και τη χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης εξαγωγής βαμβακιού αναγκάστηκε να μεταναστεύσει με τη μητέρα του και τους έξι αδελφούς του στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο (1872-1877) και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη (1882-1885), λόγω της πολιτικής αστάθειας στη γενέτειρά του. Με την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια, την πόλη όπου έμελλε να ζήσει όλη του τη ζωή, καταπιάστηκε συστηματικά με την ποίηση.

Στη μοναξιά του διαμερίσματός του στην οδό Λέψιους 10 και στην αθλιότητα του γραφείου του στην Υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων δημιούργησε τον κόσμο του. Η ανάμνηση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, η απόλαυση απαγορευμένων ερώτων που βιώνονται χωρίς συμπλέγματα στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής, πουριτανικής κοινωνίας και η σκιαγράφηση ιστορικών χαρακτήρων τους οποίους παρουσιάζει ως έγκυρα παραδείγματα για τον σύγχρονο άνθρωπο, αποτελούν τα κύρια θέματά του. Στους στίχους του δεν βρίσκουμε μια ολόκληρη ιστορία, αλλά ένα ανέκδοτο συμπυκνωμένο σε μια ώρα ή σε μια μέρα, που αναδεικνύεται σε απόλυτη στιγμή με παντοτινή ισχύ. Ο ποιητής εστιάζει σε ό,τι εξαφανίζεται, σε φευγαλέες αισθήσεις, σε ανεπαίσθητες χειρονομίες, προσδίδοντάς τους τη λάμψη μιας σύντομης αστραπής.
Έφυγε από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1933, την ημέρα των γενεθλίων του.



