Και τί έγινε, λοιπόν; Τόση ταλαιπωρία και τόσος θόρυβος τί έβγαλαν; Μήγαρις από σήμερα θα καλυτερέψει η ζωή των ανέργων, για τους οποίους έγινε η πορεία; Μπας και συγκινηθεί η κυβέρνηση και αρχίσει να μοιράζει δουλειές (όπως έγραψε κάποιος σχολιαστής πριν μια βδομάδα); Όχι, βέβαια. Ε, τότε; Για ποιόν λόγο περπατήσαμε διακόσια τριάντα χιλιόμετρα σε οκτώ μέρες;
Πρώτα-πρώτα, βγήκαν οι απογοητευμένοι από το καβούκι τους, όπως έλεγε ο δήμαρχος. Νικήθηκε η μοιρολατρία, το «δεν γίνεται τίποτε». Και νικήθηκε βήμα το βήμα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο. Με κάθε στάλα ιδρώτα και με κάθε καινούργια φουσκάλα που έβγαινε σε κάποιο πέλμα, το «δεν γίνεται τίποτε» μεταλλάχτηκε σε «μακάρι να γίνει κάτι», άλλαξε σε «μπορεί να γίνει κάτι» και φούσκωσε στο ελπιδοφόρο «ρε, λες να γίνει κάτι;», ώσπου την Κυριακή το απόγευμα ξεχείλισε στο ουρανόμηκες σύνθημα «τίποτε δεν γίνεται αν μένεις θεατής, όλα ανατρέπονται αν ξεσηκωθείς».
Το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα αυτής της πορείας είναι ότι, απ’ όπου περνούσε, ένωνε στο ρεύμα της τον απλό κόσμο, άνεργους κι εργαζόμενους, από δεκάδες χωριά και πόλεις τριών νομών. Στην κοίτη της συναντήθηκαν οι τριάντα χιλιάδες άνεργοι της Πάτρας, οι μαραζωμένοι αγρότες τής Αιγιαλείας, οι ξεχασμένοι χωρικοί τής Κορινθίας, οι εκατοντάδες απολυμένοι των κλειστών εργοστασίων τής Αττικής, Κι έτσι, ο καθένας απ’ όλους αυτούς ένιωσε πως δεν είναι μόνος του. Κι όλοι μαζί είχαν μια μοναδική ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι τα μεγάλα ποτάμια δεν φτιάχνονται από τις μεγάλες πηγές αλλά από το πόσοι και πόσο μεγάλοι παραπόταμοι χύνονται μέσα τους.
Το τρίτο -μα όχι λιγώτερο σημαντικό- που πέτυχε η πορεία, ήταν ότι έδωσε μπόι και σε όσους βρέθηκαν στον δρόμο της αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος σ’ αυτήν. Γιατί πραγματικά πήραν μπόι η γιαγιά που βγήκε να προσφέρει μια χούφτα καραμέλλες στους οδοιπόρους, ο παππούς που σήκωσε το χέρι του σε γροθιά, οι εργαζόμενοι στα μικρομάγαζα που έβγαιναν στον δρόμο για να χειροκροτήσουν, οι λογής-λογής απλοί άνθρωποι που χαμογέλασαν ικανοποιημένοι βλέποντας πως υπάρχουν κάποιοι που νοιάζονται και παλεύουν…
Τέταρτο θετικό που βγήκε απ’ αυτό το εγχείρημα είναι ότι ο κόσμος άκουσε τις σωστές βάσεις τού προβλήματος των ανέργων. Η δίψα για δουλειά εκφράστηκε ως «θέλουμε δουλειά με δικαιώματα και σωστή αμοιβή». Γιατί αυτό είναι δουλειά. Δεν είναι ούτε τα voucher ούτε τα τρίωρα και τα τετράωρα ούτε οι λογής-λογής εφευρέσεις τής ελαστικής απασχόλησης, σαν τα mini jobs, τα zero hour contract ή τα on call contract, τα οποία έρχονται οσονούπω και στον τόπο μας. Δουλειά είναι όταν μπορείς να ζήσεις με αξιοπρέπεια απ’ αυτήν, όχι όταν οι αποδοχές που σου προσφέρει δεν φτάνουν ούτε για τα τσιγάρα σου.
Κατά την άποψή μου, αυτά ήσαν τα τέσσερα σημαντικώτερα επιτεύγματα της πορείας. Κοντά σ’ αυτά, όμως, υπήρξαν και άλλα, ίσως δευτερεύοντα μα που το καθένα έχει την σημασία του, όπως:
– Αποστομώθηκαν οι υπηρέτες τής αστικής εξουσίας, οι οποίοι δεν έπαψαν στιγμή να πολεμούν την πρωτοβουλία τής δημοτικής αρχής. Άρχισαν με το ειρωνικό «και γιατί να πάμε μέχρι την Αθήνα κι όχι μέχρι τις Βρυξέλλες;» για να καταλήξουν στην επίσημα διατυπωμένη άρνησή τους να στηρίξουν την πορεία. Μια άρνηση που έφερε ρήξη στις γραμμές τους, καθώς οι περισσότεροι οπαδοί τους τους γύρισαν την πλάτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στήριξη της πορείας από το ΜΕΤΑ, την συνδικαλιστική παράταξη του ΣυΡιζΑ.
– Ξεβρακώθηκαν για άλλη μια φορά τα αστικά ΜΜΕ, για τα οποία η πορεία σχεδόν δεν υπήρξε. Στα βραδινά τηλεοπτικά δελτία, οι σχετικές αναφορές ήσαν κατά κανόνα ανύπαρκτες ενώ οι ελάχιστες που έγιναν δεν ξεπερνούσαν σε διάρκεια τα λίγα δευτερόλεπτα. Χαρακτηριστικά, χτες το απόγευμα, με την πορεία να έχει ήδη φτάσει στο Σύνταγμα, στους ενημερωτικούς ιστότοπους δεν υπήρχε καμμιά αναφορά (εκτός από λίγες γραμμές στο in.gr, που κι αυτό είδε μόνο μια συγκέντρωση του ΠΑΜΕ στην Αμαλίας!), ενώ υπήρχαν κατεβατά για την πορεία στον Πειραιά και για τα επεισόδια στην Ειδομένη.
– Εισέπραξαν την απάντηση που τους άρμοζε όσοι επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την πορεία σε κομματικό σώου τού δημάρχου και του ΚΚΕ. Η πλατειά συμμετοχή έδειξε ότι ο απλός λαός καταλαβαίνει πολύ περισσότερα απ’ όσα κάποιοι νομίζουν. Κι αυτή η πλατειά συμμετοχή είναι που ανάγκασε την αναπληρωτή υπουργό παιδείας Σία Αντωνοπούλου να δηλώσει: «κύριε Πελετίδη κι εμείς από το λαϊκό ποτάμι προερχόμαστε», παραβλέποντας πως η προέλευση του καθενός δεν έχει σχέση με το πού βρίσκεται τώρα.
Αν και θα μπορούσα, δεν θα προσθέσω περισσότερα. Θα κλείσω με κάτι που εμείς οι πατρινοί δεν περιμέναμε αυτή την πορεία για να το μάθουμε. Δεν περιμέναμε αυτή την πορεία για να μάθουμε τον δήμαρχό μας και να πούμε αυτό που ακούστηκε πάμπολλες φορές κατά την διάρκεια αυτού του οκταήμερου: μπράβο, δήμαρχε! Αυτό μπορεί να το είπαν για πρώτη φορά οι κάτοικοι του Δερβενιού ή των Αγίων Θεοδώρων αλλά εμείς το έχουμε πει πολλές φορές ως τώρα. Το είπαμε όταν η δημοτική αρχή εξασφάλιζε κολατσιό για τα παιδιά που πάνε σχολείο, όταν έφτιαχνε καινούργιους παιδικούς σταθμούς, όταν έστηνε συσσίτια για τους άπορους (κάνοντας, μάλιστα, κατ’ οίκον διανομή στους ανήμπορους να μετακινηθούν), όταν σύστηνε κοινωνικά φροντιστήρια για τους φτωχούς μαθητές, όταν αρνιόταν να δώσει τα αποθεματικά της στους δανειστές, όταν απέρριπτε την κυβερνητική πρόταση για εμπορική εκμετάλλευση του παραλιακού μετώπου της πόλης, όταν…, όταν…
Και, βέβαια, δεν είπαμε «μπράβο, δήμαρχε!» ούτε όταν τον βλέπαμε να διανυκτερεύει μαζί με τους άλλους οδοιπόρους στα διάφορα κλειστά γυμναστήρια της διαδρομής και να κοιμάται κατάχαμα σε υπνόσακκο όπως όλοι, αφού κανείς δεν περίμενε να κάνει κάτι διαφορετικό. Έκπληξη θα ήταν αν πήγαινε σε ξενοδοχείο.