Η απλή αριθμητική της ανεργίας στην Ελλάδα
Του Ζαφείρη Τζαννάτου/Από την ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
Ο καθηγητής Ζαφείρης Τζαννάτος είναι πρώην πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος στο
Αμερικανικό Πανεπιστήμιου της Βηρυτού και πρώην σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας.
Στις 30 Ιανουαρίου 2014 ο Ελληνας πρωθυπουργός δήλωσε ότι στοχεύει να δημιουργήσει 440.000 νέες θέσεις εργασίας, αν και δεν διευκρίνισε μέχρι πότε. Μόλις πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 αύξησε αυτό τον αριθμό σε 870.000 και προσδιόρισε ως χρονικό ορίζοντα το 2021, προσθέτοντας ότι αυτό θα προέλθει από επενδύσεις ύψους 55 δισ. ευρώ και ετήσιο ρυθμό
ανάπτυξης 3% το 2015 και 3,7% το 2016.
Το Μάιο του 2012, αμέσως μετά την εκλογή του, είπε ότι η ανεργία θα μειωθεί κατά 10 μονάδες μέσα σε 5 χρόνια. Από τότε η ανεργία έχει αυξηθεί και σήμερα ανέρχεται σε 27%, παρά την ομολογουμένως ανεπιβεβαίωτη μετανάστευση 300.000 Ελλήνων από την αρχή της κρίσης το 2009. Αν ο αριθμός αυτός προστεθεί στους ανέργους, το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 34%, δηλαδή στο επίπεδο που προέβλεψε το αμερικανικό Levy Institute κατά την έναρξη της κρίσης.
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού αντανακλούν ευγενείς προθέσεις και αξίζουν όλη την υποστήριξη που μπορούν να λάβουν. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση ενός σοβαρά άρρωστου ατόμου, προθέσεις και ενέργειες μπορεί να μην είναι αρκετές για την ανάκαμψη του ασθενούς. Για να είμαστε ακριβείς, αν και υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να αμφισβητηθούν στα οικονομικά, τα παραπάνω σενάρια είναι τόσο αισιόδοξα που μάλλον είναι απίθανα.
Είναι καλά γνωστό ότι η ανεργία υστερεί του δείκτη ανάκαμψης – όπως πιστοποιεί και η περίπτωση της αμερικανικής οικονομίας: μόλις τον περασμένο μήνα η ανεργία στις ΗΠΑ επανήλθε στο επίπεδο του 2008. Με άλλα λόγια, η επανέναρξη της οικονομικής ανάπτυξης δεν έχει άμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση. Αυτό συμβαίνει επειδή οι επιχειρήσεις, ακόμη κι αν δεν μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως το εργατικό δυναμικό τους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ύφεσης, δεν περικόπτουν αμέσως τους εργαζόμενους που γνωρίζουν τα εταιρικά «κόλπα» και πάνω στους οποίους έχουν επενδύσει, διότι εκτιμούν ότι αργότερα θα πρέπει να τους επαναπροσλάβουν.
Υποθέτοντας ότι το 10% του εργατικού δυναμικού είναι υποαπασχολούμενο, θα χρειαστεί αύξηση
της παραγωγής κατά τουλάχιστον 10% προτού οι επιχειρήσεις αρχίσουν να προσλαμβάνουν και πάλι.
Ωστόσο, ακόμη και αυτό δεν είναι εγγυημένο στην περίπτωση μιας «άνεργης ανάπτυξης» (jobless growth), όπως έχει συμβεί συχνά στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλο που αυτό έχει να κάνει λιγότερο με τη στασιμότητα του μεγέθους του εργατικού δυναμικού και περισσότερο με την τεχνολογική πρόοδο. Γενικότερα, μια τυπική «ελαστικότητα απασχόλησης – παραγωγής’BB αντιστοιχεί μόλις σε 0,3. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου η απασχόληση να αυξηθεί κατά 30%, η παραγωγή θα πρέπει να αυξηθεί κατά 100%.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεδομένων των περικοπών στο δημόσιο τομέα, η αύξηση της απασχόλησης κατά 870.000 θέσεις εργασίας την οποία αναμένει ο πρωθυπουργός πρέπει να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα. Η αύξηση ισοδυναμεί με το 30% της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα που σήμερα ανέρχεται σε 3 εκατ. θέσεις εργασίας. Στην αισιόδοξη περίπτωση μιας «ελαστικότητας απασχόλησης – παραγωγής» του 0,3 η παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα
θα πρέπει να διπλασιαστεί από τώρα έως το 2021. Αυτό θα απαιτούσε μία ετήσια αύξηση της παραγωγής του ιδιωτικού τομέα κατά περισσότερο από 12% μεταξύ 2015 και 2021, επιδόσεις που ακόμη και η Κίνα θα ονειρευόταν αυτές τις μέρες. Στο μεταξύ, την περασμένη εβδομάδα (21-25 Ιουλίου) η ελληνική βιομηχανία κατέγραψε πτώση νέων παραγγελιών και ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών έπεσε κάτω από την κλίμακα του 50, συνιστώντας μια συστολή του τομέα. Επίσης, τον τελευταίο μήνα οι βιομήχανοι μείωσαν τα επίπεδα απασχόλησης την ώρα που άλλα στοιχεία ερευνών ήδη καταδεικνύουν συνολική μείωση της απασχόλησης το δεύτερο 3μηνο
του 2014 και, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αύξηση της ανεργίας στο 27,8%
Θα ήταν μάννα εξ ουρανού αν η οικονομία διπλασιαζόταν έως το 2021. Ακόμη και αυτό μόλις μετά βίας θα αποκαθιστούσε τη μείωση στα διαθέσιμα εισοδήματα από την έναρξη της κρίσης. Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά του πρωθυπουργού στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η μείωση των διαθεσίμων εισοδημάτων των νοικοκυριών κατά 40% τα τελευταία πέντε χρόνια αναγγέλθηκε ως «παραδώσαμε αυτό που μας ζητήθηκε!» (ίσως ελπίζοντας ότι οι θυσίες των απλών Ελλήνων μπορούν να προσελκύσουν τόσο τη συμπάθεια όσο και μία ανταπόδοση από τους Ευρωπαίους, σε μια ένδει
ξη εκτίμησης για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ανατίναξε το ευρώ και πιθανότατα την παγκόσμια οικονομία).
Σε απλές γραμμές, η Ελλάδα θα είναι πολύ τυχερή αν ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης είναι απλώς θετικός αυτό το έτος και ανέλθει στο 3% το 2015 – όπως αναμένει ο πρωθυπουργός. Και πάλι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει σε αυτόν το ρυθμό (3%) από εκεί και έπειτα, η οικονομία θα πάρει χρόνο έως το 2040 προτού διπλασιαστεί (και αυτό παραβλέποντας τις συνθήκες χρεοκοπίας υπό τις οποίες εξακολουθεί να βρίσκεται η οικονομία).
Ποιος θα ήταν ένας ρεαλιστικός αντίκτυπος στην απασχόληση μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια; Πιθανότατα δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς πολλά. Η αρχική ευφορία για την άντληση 45 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις έως το 2020 έρχεται αντιμέτωπη με τα έσοδα για το 2014, τα οποία το 2013 ανήλθαν μόλις σε 1 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο πολλαπλασιαστής απασχόλησης της «stop-go» ιδιωτικοποίησης και οι λίγες, αν και πολυδιαφημισμένες, ξένες άμεσες επενδύσεις αποδεικνύονται να βρίσκονται όχι πολύ πάνω από το μηδέν.
Η φετινή επένδυση ύψους 1,5 δισ. ευρώ στον αγωγό TAP (Trans Adriatic Pipeline) αναμένεται να δημιουργήσει 2.000 άμεσες νέες θέσεις εργασίας (στα επόμενα πολλά χρόνια). Η ιδιωτικοποίηση του Λιμένος Πειραιώς με 4 δισ. ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων θα κατοχυρώσει τις θέσεις των ήδη υποαπασχολούμενων 700 εργαζομένων.
Με αυτό το ρυθμό «κόστους ανά θέση εργασίας που δημιουργείται», προκειμένου να μειωθεί η ανεργία κατά 1/7 (200.000 από τους 1,4 εκατ. ανέργους), θα απαιτούνταν επενδύσεις ύψους 1,5 τρισ. ευρώ, δηλαδή 7 φορές περισσότερο από το ελληνικό ΑΕΠ.
Η τελευταία εκτίμηση του ΔΝΤ (Ιούνιος 2014) για την ελληνική οικονομία δηλώνει σαφώς: «Το χρέος
σε σχέση με το ΑΕΠ θα αυξηθεί ακόμα». Ανάλυση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας επισημαίνει ότι κατά μέσο όρο χρειάζεται μία εικοσαετία, και συχνά περισσότερο, προκειμένου η απασχόληση να επιστρέψει στο προ μιας κρίσης επίπεδο.
Και η Ελλάδα δεν είναι μία υπόθεση του μέσου όρου. Η διάρκεια της ύφεσης υπερβαίνει αυτή της Αργεντινής (6 έναντι 4 χρόνων) και το βάθος της (25%) βρίσκεται πολύ κοντά στο ολυμπιακών διαστάσεων ρεκόρ που κρατούν οι ΗΠΑ από το 1929. Το ποσοστό ανεργίας είναι σαφώς ένα ευρωπαϊκό ρεκόρ, μπροστά από την Ισπανία. Το ποσοστό νεανικής ανεργίας (60%) αποτελεί
παγκόσμια πρωτιά, πλέον μπροστά από το αντίστοιχο της Αρμενίας και της Νότιας Αφρικής, που ήταν οι προηγούμενοι παγκόσμιοι πρωταθλητές. Ο ΟΟΣΑ θεωρεί αισιόδοξη την εκτίμηση της τρόικας (ΔΝΤ, Κομισιόν, ΕΚΤ) ότι ο λόγος χρέους – ΑΕΠ θα σταθεροποιηθεί στο 120% το 2020. Αλλά ακόμη και αν η απασχόληση δεν αυξηθεί κατά 870.000, όπως διακηρύχθηκε δημοσίως, ακόμη και αν η οικονομική ομαλότητα δεν επιστρέψει στην Ελλάδα την επόμενη δεκαετία, δεν θα προστεθούν πολλά στις τραγωδίες που έχει υποστεί η Ελλάδα τα τελευταία 2.500 χρόνια. Φαίνεται πως οι Ελληνες δεν μαθαίνουν πολλά από την Ιστορία τους.