Αρχές και στόχοι της αντεγκληματικής πολιτικής.
«Μετά από ευρεία σύσκεψη προγραμματίσθηκαν ειδικά άμεσα μέτρα κοινωνικής και ήπιας αστυνόμευσης στο κέντρο της Αθήνας, προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη εικόνων (και προβλημάτων) του παρελθόντος με τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών παραβατικότητας, ανομίας και εγκληματικότητας.
Συγκεκριμένα αποφασίστηκαν εντατικές αστυνομικές δραστηριότητες με τη διάθεση πεζών – εποχούμενων περιπολιών, την ανάπτυξη δράσεων στοχευμένου χαρακτήρα (ομάδες παραεμπορίου, ναρκωτικών, επαιτείας εκδιδομένων γυναικών κ.λπ.), καθώς και η παράλληλη δραστηριοποίηση ειδικών επιχειρησιακών μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας (ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ κ.λπ.) για την υποστήριξή τους.
Κατόπιν συνεννοήσεως με τον αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό κ. Γ. Κατρούγκαλο και με τη συμφωνία της ΚΕΔΕ και του Δημάρχου Αθηναίων κ. Γ. Καμίνη, συντάχθηκε τροπολογία με βάση την οποία οι δημοτικοί αστυνομικοί επιστρέφουν στους ΟΤΑ όπου και ανήκουν.
Πρότασή μου είναι να μην ονομάζονται «δημοτικοί αστυνομικοί» αλλά με αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας να χαρακτηρίζονται ως Υπηρεσία Κοινοτικής Διαμεσολάβησης, ώστε να μη συγχέονται με την ΕΛΑΣ.
Απεστάλη στον Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Καθηγητή Γρηγόρη Τσάλτα πρόταση σχετική με την ίδρυση Τμήματος Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής προκειμένου να καταρτίζονται εξειδικευμένα στελέχη, αλλά και να επιμορφώνονται -σε μεταπτυχιακό επίπεδο- οι ενεργοί αστυνομικοί.
Εδόθη εντολή να ελεγχθούν όλες οι χορηγηθείσες άδειες οπλοφορίας και να υπάρξει σχετική νομοθετική τροπολογία, ώστε κατά τακτά χρονικά διαστήματα να αξιολογείται η ψυχική και πνευματική κατάσταση των δικαιούχων, καθώς και αν συντρέχουν οι όροι που επέτρεψαν τη χορήγηση.
Οι φρουρούμενοι από αστυνομικούς των οποίων μειώθηκε η φύλαξη μπορούν να προστρέξουν στον Ν. 3938/11 (άρθρο 22) και να ενισχύσουν τη φρούρησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Δυστυχώς οι ανάγκες παρουσίας των ένστολων στο δρόμο και στην αντιμετώπιση του εγκλήματος δεν αφήνει άλλα περιθώρια διατήρησης ή ενίσχυσης. Η εντολή αυτή προέρχεται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και εφαρμόστηκε ομοιόμορφα και στους πολιτικούς, εκτός των εξαιρέσεων όπου τριμελής επιτροπή εκτίμησε ιδιαίτερους κινδύνους.
Το Γραφείο του Υπουργού δεν ασχολείται με «διευκολύνσεις» (σβήσιμο κλήσεων, ρουσφέτια κ.λπ.). Θα ήταν συνεπώς το λιγότερο παράτυπο και υπηρεσιακά ελεγχόμενο να προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες άλλα όργανα της Αστυνομίας.
Η υπεροπλία της Αστυνομίας απέναντι στην εγκληματικότητα δεν είναι μόνον ο νόμος αλλά και το «καλό παράδειγμα συμπεριφοράς» προς τον κάθε άνθρωπο, Έλληνα και ξένο, τον οποίο ο αστυνομικός υπηρετεί και προστατεύει.
Ας μη ξεχνάμε ότι η Αστυνομία είναι πρώτα απ’ όλα ο προστάτης του φτωχού και του αδύναμου.»