Πώς διαγράφεται το τοπίο, πέντε χρόνια από την άνανδρη δολοφονία του που σήμανε την αρχή του τέλους της ναζιστικής ασυδοσίας στην Ελλάδα, όχι όμως και την οριστική της απάλειψη – αυτό το άφησε χρέος σ’ εμάς τους υπόλοιπους

Θα στενοχωριόταν ο Παύλος βλέποντας την ακροδεξιά ατζέντα να εξακολουθεί να δίνει τον τόνο τόσο στο εγχώριο, όσο και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό συνολικά...

Δείτε το slideshow
Θα στενοχωριόταν ο Παύλος βλέποντας την ακροδεξιά ατζέντα να εξακολουθεί να δίνει τον τόνο τόσο στο εγχώριο, όσο και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό συνολικά…

Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα / Με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία / Έλληνας μ’ ό,τι συνάδει αυτό – όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα», τραγουδούσε ο Παύλος στα «Ζόρια», δυο χρόνια πριν από το φονικό. Προφητικοί στίχοι, θα έλεγε κανείς, μόνο που το κακό έγινε νύχτα αξημέρωτη γιατί τα τομάρια που τον φάγανε κατόπιν οργανωμένου, όπως αποδεικνύεται, σχεδίου, το σκιάζονται όσο τίποτα το φως.

Ένα κακό που μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν κάποιοι από θέσεις ισχύος δεν είχανε επιτρέψει στα ζόμπι με τους αγκυλωτούς σταυρούς να βγουν από τους τάφους τους και να αλωνίζουν το προηγούμενο διάστημα ή αν έστω το μοιραίο εκείνο βράδυ οι οκτώ (κιόλας!) ένστολοι που ήταν παρόντες στο σκηνικό είχαν παρέμβει έγκαιρα αντί με τις κινήσεις τους να ανοίξουν δρόμο, ουσιαστικά, στον φονιά και τους συνεργούς του, όπως επιβεβαίωσε η πρόσφατη λεπτομερής ανάλυση των βίντεο της επίθεσης από το Forensic Architecture, καθιστώντας τους έτσι συνυπεύθυνους.

Τη «χαριστική βολή» στον Παύλο την έδωσε, ωστόσο, εκείνο το κάπου μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας που δώσανε κοινοβουλευτική υπόσταση σε ό,τι χυδαιότερο έχει υπάρξει στην ελληνική πολιτική σκηνή από τη μεταπολίτευση και δώθε – αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα.

Ή αν ο Φύσσας έκανε να φύγει, εντούτοις έμεινε για να γλιτώσει τους φίλους του και γιατί αυτό επέβαλε ο προσωπικός του κώδικας τιμής – ο ίδιος κώδικας τιμής που καλλιέργησε τον ενστικτώδη λόγω ήθους, καταγωγής και βιωμάτων αντιφασισμό του, παρότι δεν ήταν οργανωμένος πουθενά πολιτικά (όπως ενδεχομένως θα προτιμούσαν ορισμένοι), παρότι και κάποιες από τις ρίμες του δεν ήσαν ακριβώς πολιτικά ορθές, ορισμένες δε κατηγορήθηκαν από κάποιους σαν σεξιστικές: «Γάμα τες επιτέλους τις επαναστάσεις / μιλάμε μόνο για προσωπικές αντιστάσεις / δεν είμαι δεδομένος πολίτης κανενός», διακήρυττε ο ίδιος («Για το καλό μου», 2012).

Τη «χαριστική βολή» στον Παύλο την έδωσε, ωστόσο, εκείνο το κάπου μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας που δώσανε κοινοβουλευτική υπόσταση σε ό,τι χυδαιότερο έχει υπάρξει στην ελληνική πολιτική σκηνή από τη μεταπολίτευση και δώθε – αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα. Το εγκληματικό υποκοσμιακό μόρφωμα με τις χουντικές ρίζες που εξακολουθεί να παριστάνει το κοινοβουλευτικό κόμμα ανέλαβε εντέλει περίπου… κατά λάθος, διά στόματος του φυρερίσκου της φακής την πολιτική ευθύνη μιας δολοφονίας που αρχικά αρνούνταν κατηγορηματικά.

Έπρεπε, βλέπεις, να σκοτώσει Έλληνα ώστε να αφυπνιστεί κάπως η κοινωνία, ώστε να πάρουνε στα σοβαρά τον κίνδυνο όσοι υστερόβουλα ήλπιζαν η ΧΑ να «σοβαρέψει», μπας και γίνει δεκανίκι τους, όσο οπότε μακέλευε «λάθρο» ήταν οκέι. Ευτυχώς κιόλας που υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, διαφορετικά, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ο φονιάς που ο ίδιος ο Παύλος ξεψυχώντας υπέδειξε, θα είχε αφεθεί να διαφύγει – «δικός σας είμαι!» ήταν κιόλας το πρώτο που είπε σαν συνελήφθη – και υπό κράτηση θα παρέμεναν οι… φίλοι του θύματος που βρέθηκαν κοντά.

Θυμάμαι πόσο βαθιά ανάσανα μαζί με πολύ ακόμα κόσμο βλέποντας τον Μιχαλολιάκο και τα πρωτοπαλίκαρά του να οδηγούνται σιδηροδέσμιοι, κλαψουρίζοντας, στον εισαγγελέα τον Απρίλιο του ’15. Πέντε χρόνια μετά το φονικό και τέσσερα σχεδόν αφότου ξεκίνησε η δίκη, οι κατηγορούμενοι κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι, μετά δε το αρχικό μούδιασμα ξαναπουλάνε τσαμπουκά σε κάθε ευκαιρία μολονότι, ελέω Παύλου βασικά, σε σαφώς μικρότερη (αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη) κλίμακα.

Πολλοί οι λόγοι για την τόση καθυστέρηση, σε πείσμα όμως κάποιων «Κασσανδρών» η δίκη μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες ολοκληρώνεται. Το ενοχοποιητικό υλικό είναι υπεραρκετό για να τους «τελειώσει», εφόσον βεβαίως υπάρχει η σχετική βούληση. Οι δικηγόροι, οι πολιτική αγωγή, το αντιφασιστικό κίνημα, η μάνα πριν και πάνω απ’ όλα, το έχουνε βάλει σκοπό ζωής.

Η πρόσφατη λεπτομερής ανάλυση των βίντεο της επίθεσης από το Forensic Architecture απέδειξε ότι η δολοφονία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι ένστολοι που ήταν παρόντες στο σκηνικό είχαν παρέμβει έγκαιρα. Φωτο: EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Η πρόσφατη λεπτομερής ανάλυση των βίντεο της επίθεσης από το Forensic Architecture απέδειξε ότι η δολοφονία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι ένστολοι που ήταν παρόντες στο σκηνικό είχαν παρέμβει έγκαιρα. Φωτο: EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Δεν είναι δυστυχώς όλα ρόδινα ούτε στο μέτωπο αυτό, όπως δείχνει η αντιπαράθεση Φίλων-Οικογένειας Φύσσα με το ΚΕΕΡΦΑ, «είμαστε (οι αντιφασίστες) τόσοι και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, κάτι μάλλον πάει στραβά και σε μας», έλεγε χτες με νόημα στην Ελληνοφρένεια η Μάγδα Φύσσα, η ηρωική αυτή γυναίκα που εξακολουθεί να στήνει καθημερινά στον τοίχο σώμα και ψυχή μέχρι την τελική δικαίωση, χωρίς να καταλαβαίνει από προσβολές ή απειλές. Κι ας είναι μόνο ηθική, γιατί βέβαια τίποτα και κανείς δεν ξαναφέρνει πίσω το παιδί της.

Όχι πως θα τελειώσουμε εύκολα με την ακροδεξιά, που τελευταία δρομολογεί έναν επίμονο «κλεφτοπόλεμο» με επιθέσεις σε μετανάστες και αντιφασίστες, μέχρι και σε 9χρονη μαθήτρια προχτές στη Λέσβο που φόραγε μαντίλι γιατί την περάσανε, λέει, για μουσουλμάνα. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, δεν έχουν κανέναν απολύτως φραγμό, μόνο μίσος μέσα στο κεφάλι τους. Επενδύουν στον φόβο, τρέφονται από αυτόν κι όσο δεν αντιμετωπίζονται με τα μόνα μέσα που πραγματικά τους πονάνε, τόσο αποθρασύνονται – εδώ προπηλάκισαν πέρσι δικηγόρο της πολιτικής αγωγής έξω από το εφετείο. Ατιμωρητί, εννοείται.

Θα στενοχωριόταν σίγουρα με την εξέλιξη αυτή ο Παύλος άμα ζούσε γιατί αν η δικαιοσύνη ήταν λιγότερο «αόμματη», θα κοβόντουσαν πολλά τέτοια πόδια και χέρια. Θα στενοχωριόταν περισσότερο βλέποντας την ακροδεξιά ατζέντα να εξακολουθεί να δίνει τον τόνο τόσο στο εγχώριο, όσο και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό συνολικά.

Θα εξοργιζόταν σίγουρα βλέποντάς τους κατ’ εξοχήν χρυσαυγίτικους στόχους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να υποφέρουν τα πάνδεινα στις Μόριες, να επαναπροωθούνται βάρβαρα στον Έβρο, να περιθωριοποιούνται, να γίνονται πιόνια πολιτικών παιχνιδιών εντός κι εκτός συνόρων, τα δε μικρά παιδιά να κηρύσσονται «ανεπιθύμητα» σε κάποια σχολεία. Θα χαλιόταν, επιπλέον, βλέποντας την ίδια τη μνήμη του να γίνεται κάποιες φορές αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης κι επαναστατικής πλειοδοσίας.

Αν κάποιοι νιώθουμε ένα χρέος απέναντί του, είναι ακριβώς αυτό: να μην αφήσουμε τον ουρανό να ξανασκοτεινιάσει. Ούτε στον Πειραιά, ούτε στην Αθήνα, ούτε στον Ασπρόπυργο, ούτε στη Λέσβο, ούτε στην «Ευρώπη-φρούριο», ούτε πουθενά. Φωτο: EUROKINISSI/ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Αν κάποιοι νιώθουμε ένα χρέος απέναντί του, είναι ακριβώς αυτό: να μην αφήσουμε τον ουρανό να ξανασκοτεινιάσει. Ούτε στον Πειραιά, ούτε στην Αθήνα, ούτε στον Ασπρόπυργο, ούτε στη Λέσβο, ούτε στην «Ευρώπη-φρούριο», ούτε πουθενά. Φωτο: EUROKINISSI/ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Όχι πως, αντίστοιχα, δεν θα είχε λόγους να χαμογελά από κάπου εκεί πάνω – Killah P. (Kill the Past) ήταν άλλωστε το καλλιτεχνικό του nick. Για το αίμα του που πήγε χαμένο, για τα τόσα νέα και μεγαλύτερα παιδιά που ευαισθητοποίησε η δολοφονία του και όχι μόνο στην Ελλάδα, για το γεγονός ότι ακόμα και αστυνομικούς είδα στα σόσιαλ μίντια να τον τιμούν ζητώντας δικαιοσύνη για τα εγκλήματα της ΧΑ και κάθαρση στο σώμα, κάτι «κουφό» μέχρι πρότινος.

Για το πόσο εξευτέλισε τους υποτιθέμενους «Έλληνες Αρίους», που τρέχανε σαν τα ποντίκια να κρυφτούν και να καλύψουν στοιχεία ενοχοποιητικά μετά το φονικό, ξεπουλώντας στην ψύχρα τους πιο «αναλώσιμους» συντρόφους τους, μπας και διασωθεί η μονάκριβη ηγεσία. Για το ότι τελικά αποδείχθηκε πολύ.

Χωρίς ίχνος μετάνοιας: ένα κείμενο για τη Μάγδα Φύσσα

Οι νεκροί δεν «μας κοιτούν από ψηλά». Εμείς κοιταζόμαστε μεταξύ μας, και μετράμε το μπόι μας δίπλα στους νεκρούς, μετράμε πώς τους θυμόμαστε και τι άνθρωποι γινόμαστε καθώς τους θυμόμαστε. Δεν άκουσα την Ελληνοφρένεια χθες το μεσημέρι ζωντανά, οπότε άκουσα τη συνέντευξη της Μάγδας Φύσσα αργά το βράδυ.

Κωνσταντίνος Πουλής

Θέλω να μιλήσω για δύο σημεία από αυτή τη συνέντευξη: Το ένα αφορά το τι περιμένει αυτή η μάνα σήμερα. Εξηγεί λοιπόν ότι δικαίωση δεν υπάρχει, μετά από μια δολοφονία. Αν την άφηναν μόνη με τον Ρουπακιά θα τον έκανε κομμάτια, λέει, αλλά καμία τιμωρία δεν μπορεί να φέρει πίσω τον γιο της. Μέχρι εδώ το καταλαβαίνω αυτό και είναι αναμενόμενο ίσως. Με τάραξε όμως αυτό που είπε λίγο μετά. Πως αυτό που την τρελαίνει είναι να βλέπει ότι δεν υπάρχει ίχνος μετάνοιας στα πρόσωπά τους.

Σκεφτόμουν ότι την ίδια ώρα που χρησιμοποιούμε το «εμφυλιοπολεμικό κλίμα» και την «εμφυλιοπολεμική ρητορική» για ψύλλου πήδημα, δηλαδή κάθε φορά που κάνει ένας πολιτικός μία λίγο τσιμπημένη δήλωση μπας και παίξει στα κανάλια, αυτή είναι η μοναδική αληθινά εμφυλιοπολεμική στάση που αναγνωρίζω. Ότι υπάρχει ένας δολοφονημένος και ο άλλος αντικρίζει τη μάνα του και την αντιμετωπίζει με μίσος και σαδισμό. Ότι λοιπόν για τον απέναντι δεν υπάρχει τίποτε ιερό, ούτε ο πόνος της μάνας που έχασε το παιδί της, ούτε βεβαίως η ίδια η ζωή. Αυτό ναι, είναι κλίμα ακριβώς και κυριολεκτικά εμφυλιοπολεμικό.

Έχω συναντήσει στο κοινωνικό μου περιβάλλον μόνο δύο χρυσαυγίτες, έναν πιτσιρικά (μαθητή μου στα μαθήματά του θεάτρου) και έναν ακροδεξιό διανοούμενο που παραπονιόταν ότι το κράτος χαϊδεύει τους αναρχικούς και κυνηγάει τους φασίστες. Δεν μιλάω με κανέναν από τους δύο πια. Η σκέψη μου όμως επανέρχεται στη Μάγδα Φύσσα. Μπορεί να έλεγαν, όσοι το έλεγαν, (και ευτυχώς εγώ δεν τα έλεγα ποτέ) ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής ήταν παραπλανημένοι. Η δολοφονία του Φύσσα ήταν το ορόσημο μετά το οποίο αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε εντελώς ωμά πια τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ως τους δυνάμει δολοφόνους μας.  Να λοιπόν που το να είσαι ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής σημαίνει να κάθεσαι απέναντι στη Μάγδα Φύσσα, να την κοιτάς στα μάτια και να της λες «πού είναι ο Παύλος σου τώρα;».

Το δεύτερο σημείο που με συντάραξε σε αυτήν τη συνέντευξη ήταν όταν μιλούσε για τα εικοσάχρονα κορίτσια που βρήκαν το θάρρος να καταθέσουν. Πρόκειται για κορίτσια που δεν ήταν φίλες του Παύλου Φύσσα, συνεπώς δεν είχαν κανένα προσωπικό χρέος απέναντί του για να αναλάβουν ένα τέτοιο ρίσκο. Η μία μιλάει στο τηλέφωνο με τη μάνα της, και η μάνα της της λέει «Τώρα, βγες από το περιπολικό και έλα σπίτι, δεν θα πας πουθενά» και αυτή της απαντάει «Σκέψου μόνο ότι σκοτώναν τον αδερφό μου. Θα ήθελες να μην υπάρχει ένας μάρτυρας;» Και πηγαίνει, καταθέτει, ξέροντας προφανώς ότι ξεκινάει μια καινούργια ζωή, κατά την οποία θα έχει μπλεξίματα με μαχαιροβγάλτες.

Λέμε χαριτολογώντας ότι «η μάνα του δειλού δεν έκλαψε ποτέ» και μου φαίνεται ανθρώπινη αυτή η δικαιολόγηση της δειλίας, που μπορεί να προστατεύει από τον θάνατο. Το συγκλονιστικό όμως με τη Μάγδα Φύσσα είναι πως είναι ταυτοχρόνως μία μάνα που κλαίει το παιδί της, και που ψήνει δύο καφέδες το πρωί λες και πρόκειται να ξανασυναντηθούν, και που είναι την ίδια στιγμή υπερήφανη που το παιδί της δεν φοβόταν και δεν φοβήθηκε.

Σκέφτομαι λοιπόν τα δύο νεαρά κορίτσια και λέω ότι μπορεί η εξαχρείωση να είναι κολλητική, αλλά να που μερικές φορές είναι κολλητική και η γενναιότητα. Από τους νεκρούς δεν μένει τίποτε, παρά μόνο ο τρόπος που τους θυμόμαστε. Και έτσι θέλω να ευχαριστήσω το Θύμιο και τον Αποστόλη για αυτή τη συγκλονιστική συνέντευξη και να εκφράσω το θαυμασμό μου προς τη Μάγδα Φύσσα και μετά σε όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη δίκη με θάρρος και διακινδύνευση. Γιατί ο καλύτερος τρόπος για να θυμόμαστε έναν άνθρωπο που δεν φοβήθηκε είναι με το να παίρνουμε λίγο από το θάρρος του.