Image Image Image Image Image Image Image Image Image Image

Kefalonia News | May 22, 2025

Scroll to top

Top

Ο παιδικός σταθμός “το Καραβακι” και τα πιτσιρίκια του.

Ο παιδικός σταθμός “το Καραβακι” και τα πιτσιρίκια του.
KefaloniaNews

Ο παιδικός σταθμός “το Καραβακι” και τα πιτσιρίκια του, χτες παρουσίασαν μιά απολαυστική θεατρική παράσταση. Την “καρδιά της Βασιλοπούλας”. Μιά Βασιλοπούλα πεντάμορφη που μεγαλώνοντας βρήκε την καρδιά που της είχε κλέψει η Μοίρα κατά την γέννηση της.

Μιά προσεγμένη παράσταση που έκλεψε τα χειροκροτήματα, τα χαμόγελα και τις καρδιές όλων μας.

Για την ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Βασιλιάς και μια Βασίλισσα, και το βασίλειο τους ήταν ένα μεγάλο νησί. Ούτε πολύ όμορφο, ούτε πολύ πλούσιο ήταν το νησί τους. Είχε βουνά ψηλά, άγρια, χωρίς δέντρα, χωρίς πρασινάδα· στις πέτρες και στους βράχους δε φύτρωνε χορτάρι για να βοσκήσουν οι ποιμένες τ’ αρνάκια τους. Κάτω στον κάμπο, ελιές και πάλι ελιές, με τα σταχτιά τους πένθιμα φυλλαράκια, κατέβαιναν ως τη θάλασσα· που και που μόνο, πρασίνιζαν τα χωράφια, κι εδώ κι εκεί μερικά σπάνια δάση άπλωναν τη σκιά τους γύρω στις ρεματιές. Παντού όμως βράχοι, με τη γυμνή μαύρη τους ράχη, λες και πλάκωναν τη γη.

Σαν καλός άρχοντας ο Βασιλιάς είχε φροντίσει να χτίσει πλοία πολλά, έμαθε το λαό του να δουλεύει χωρίς να χάνει τον καιρό του, και να βγάζει πολλών ειδών εμπορεύματα, που τα πήγαιναν ύστερα με το βασιλικό στόλο και τα πουλούσαν στα ξένα μέρη.

Έτσι λοιπόν, χωρίς να είναι πλούσια η γη τους, την αγαπούσαν οι κάτοικοι και δεν υπέφεραν και πολύ από φτώχεια, ούτε γύρευε κανένας ν’ αφήσει την πατρίδα του για να βρει πλούτη έξω από το νησί του. Το μυαλό και η δουλειά, αναπλήρωναν όσα δε χάριζε η γη.

Όλα τα καλά λοιπόν τα είχε ο Βασιλιάς, την αγάπη του λαού του, τα πλούτη που δίνει η εργασία και μια πολύ καλή Βασίλισσα. Μόνο ένα πράγμα του έλειπε· παιδί δεν είχε.

Τέλος πάντων το απέκτησε και αυτό· ένα πρωί έμαθε με χαρά ο λαός όλος πως γεννήθηκε στο παλάτι μια Βασιλοπούλα.

Από τη χαρά του ο Βασιλιάς κάλεσε στη βάφτιση όλο το λαό του και όλες τις νεράιδες του νησιού. Τραπέζια έστρωσαν στους βασιλικούς κήπους, και όλα τα καλύτερα κρασιά του κελαριού του τα έδωσε ο Βασιλιάς, για να κεράσουν τον κόσμο που ήρχουνταν να ευχηθεί υγεία και χαρά στο νεογέννητο κοριτσάκι.

Μέσα στο παλάτι, όλες οι νεράιδες είχαν μαζευθεί γύρω στην κούνια και έδιναν κατά σειρά του μωρού από μια ευχή.

Η μια είπε πως θα γίνει η πιο όμορφη του κόσμου. Άλλη πως θα τραγουδά σαν αηδόνι. Η τρίτη πως καμιά δε θα παραβγαίνει στη χάρη, μαζί της. Η τέταρτη πως η εξυπνάδα της δε θα έχει ταίρι. Άλλη της είπε πως θα έχει γνώση σαν τους πιο σοφούς της γης, κι έτσι ώσπου δεν έμειναν παρά μόνο δυο νεράιδες που δεν είχαν μιλήσει ακόμα. -Εγώ, είπε η προτελευταία, δε θα της δώσω μόνο μιαν ευχή· θα την προστατεύσω από τη Ζωή και από κάθε λύπη. Με λένε Μοίρα, και θέλω η κόρη αυτή να μην κλάψει ποτέ. Και, με το μαγικό ραβδί της, χτύπησε ελαφρά τη Βασιλοπούλα στο στήθος, της πήρε την καρδιά, την έκλεισε σ’ ένα μικρό κουτάκι, πήρε το κλειδί και αμέσως χάθηκε από το δωμάτιο, πριν μπορέσει κανένας να τη σταματήσει.

Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα τρομαγμένοι όρμησαν στην κούνια, να δουν αν ζούσε το παιδί τους· αλλ’ η Βασιλοπούλα κοιμούνταν ήσυχη.

-Χωρίς καρδιά! μουρμούρισε η Βασίλισσα, πώς θα μας αγαπήσει; Και όλοι γύρω αντιλάλησαν:

-Χωρίς καρδιά, πώς θα μας κυβερνήσει, όταν πεθάνει ο καλός μας Βασιλιάς;

Όπου η χαρά έγινε θρήνος, και όλοι ξέσπασαν στα κλάματα.

Μια νεράιδα ακόμα έμενε· σ’ αυτήν έστρεψε ο Βασιλιάς.

– Και συ, κυρα-Νεράιδα, της είπε, δώσε μιαν ευχή στο παιδί μας, ξέκανε το κακό που μας έκανε η Μοίρα!

– Να ξεκάνω αυτό που έκανε η δυνατότερη μου, δεν μπορώ, είπε η νεράιδα. Εγώ είμαι η Ζωή, και η Μοίρα με ορίζει! Μπορώ όμως να βοηθήσω τη Βασιλοπούλα να ξαναβρεί την καρδιά της, αν καμιά μέρα τη θελήσει!

-Τώρα, τώρα! φώναξε η Βασίλισσα, δώσε της τώρα την καρδιά της, κυρα-Ζωή!

– Όχι, είπε η Ζωή, αυτό δε γίνεται. Πρέπει να μεγαλώσει η Βασιλοπούλα, και μόνη της να πάγει να τη φέρει. Ένα κλειδάκι μόνο θα της χαρίσω εγώ, και μ’ αυτό θα ξαναβρεί την καρδιά της, όποτε την επιθυμήσει.

Και όσο μιλούσε, με μια χρυσή αλυσιδίτσα κρέμασε ένα χρυσό κλειδάκι στο λαιμό του μωρού.

– Όταν θελήσει, εξακολούθησε η νεράιδα, ας βγάλει το κλειδί από την αλυσίδα, και αυτό θα την οδηγήσει… Αλλά να ξέρετε, πως το δώρο που κάνει η Ζωή είναι βαρύ· τη μέρα που θα αποκτήσει την καρδιά της, η Βασιλοπούλα σας θα νιώσει αγάπη και χαρά, θα νιώσει όμως και όλο το βάρος και τους καημούς της ζωής.

-Τότε κράτησε το! παρακάλεσε η Βασίλισσα. Δε θέλω να κλάψει το παιδί μου!

– Όχι, είπε ο Βασιλιάς· να της το δώσεις, κυρα-Ζωή. Ας μάθει η Βασιλοπούλα καημούς και πόνους για να γίνει άνθρωπος σωστός.

Πέρασαν χρόνια, η ευτυχία εξακολουθούσε στο νησί· αλλά στο παλάτι, δεν ήταν πια η χαρά σαν πρώτα. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα είχαν κρυφό και βαθύ καημό· η κορούλα τους δεν είχε καρδιά. Και όσο μεγάλωνε, τόσο γίνουνταν πιο φανερός ο εγωισμός της.

Ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη, όλες τις τέχνες τις είχε μάθει και με τους πιο σοφούς συζητούσε, και πολλές φορές φαίνουνταν πιο γραμματισμένη και απ’ αυτούς ακόμα.

Όλοι τη θαύμαζαν, και διαλαλούσαν τη γνώση της και την ομορφιά της. Κανείς όμως δεν την αγαπούσε.

Η Βασίλισσα το έβλεπε κι έκλαιγε κάποτε μυστικά, και θα έδινε όλα τα πλούτη του παλατιού της, για να δει στην κόρη της μια σπίθα της καρδιάς.

Μια μέρα, η Βασιλοπούλα έφθασε τρεχάτη στο δωμάτιο της Βασίλισσας· στο χέρι της βαστούσε ένα άσπρο λαγουδάκι.

-Για δες, μητέρα, τι νόστιμα που πηδά! είπε· και με μια καρφίτσα τρύπησε το πλευρό του ζώου, που τινάχθηκε ξετρελαμένο από τον πόνο. Η Βασιλοπούλα ξεκαρδίστηκε.

– Δες, δες, μητέρα, τι αστείο· και ετοιμάσθηκε να ξαναρχίσει.

Η Βασίλισσα, αγαναχτισμένη, άρπαξε το λαγουδάκι από τα χέριατης και της είπε με αυστηρότητα:

– Είσαι κακό και σκληρό κορίτσι· βρίσκεις ευχαρίστηση βασανίζοντας το ζώο αυτό που δεν μπορεί να διαφεντευθεί. Θα ήθελες να σε τρυπούσα όπως τρύπησες το λαγουδάκι σου;

– Όχι! είπε χωρίς να ταραχθεί η Βασιλοπούλα, γιατί τότε θα πονούσα.

– Λοιπόν γιατί τρυπάς εσύ το λαγουδάκι; Και αυτό πονεί! Η Βασιλοπούλα κοίταξε τη μητέρα της με απορία, σα να της μιλούσε μια ξένη γλώσσα που δεν την εννοούσε.

– Μα αφού εγώ δεν πονώ, αποκρίθηκε. Εκείνη τη μέρα η Βασίλισσα έκλαψε πικρά.

Άλλη μια φορά, της χάρισε ο Βασιλιάς ένα ωραιότατο καναρινάκι. Βαστούσε η Βασιλοπούλα το κλουβί στο χέρι όταν πέρασε πλάι από τη λίμνη του κήπου και, για να δει πώς κολυμπά το πουλάκι, του έκοψε τα φτερά και το έριξε στο νερό. Σπάραζε το καημένο χτυπώντας τα φτερουγάκια του με απελπισία, και η Βασιλοπούλα ξεκαρδίζουνταν στα γέλια.

Όταν έφθασε η Βασίλισσα κοντά της, το καναρινάκι πνιγμένο δεν κουνούσε πια.

-Τι ανόητο, είπε η Βασιλοπούλα στη μητέρα της· ψόφησε γρήγορα – γρήγορα! Και όμως ήταν τόσο διασκεδαστικό και αστείο, καθώς τίναζε τα φτερά του για να βγει από το νερό!

Κι εκείνο το βράδυ πάλι, έκλαψε πικρά η Βασίλισσα.

Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε η Βασιλοπούλα, και όλο γίνουνταν ομορφότερη κι εξυπνότερη, αλλά και όλο πιο εγωίστρια και άκαρδη. Οι γονείς της πάλι όσο πήγαινε πικραίνουνταν περισσότερο, γιατί έβλεπαν πως ολοένα λιγόστευε η αγάπη του λαού για την όμορφη μα άσπλαχνη Βασιλοπούλα.

Έγινε δεκάξι χρόνων η Βασιλοπούλα, και οι γονείς της συλλογίστηκαν πως ήταν πια καιρός να την παντρέψουν.

Στο γειτονικό βασίλειο ήταν ένα όμορφο Βασιλόπουλο, γνωστό στον κόσμο όλο για την παλικαριά του και την ευγένεια της ψυχής του. Ήταν προικισμένο με όλα τα ωραιότερα προτερήματα, και ο πατέρας του και η μητέρα του το λάτρευαν.

Η ομορφιά και η εξυπνάδα της Βασιλοπούλας είχε ακουστεί και στο δικό του βασίλειο και το Βασιλόπουλο αποφάσισε να την πάρει γυναίκα του.

– Με την ευχή σας, είπε στους γονείς του, θα πάγω να τη ζητήσω.

Και του έδωσαν την ευχή τους, και ξεκίνησε το Βασιλόπουλο για το νησί της Βασιλοπούλας.

Όταν το έμαθε ο Βασιλιάς, ετοίμασε μεγάλα πανηγύρια και μεγάλα ξεφαντώματα, γιατί το είχε τιμή του να κάμει γαμπρό τέτοιο τρανό Βασιλόπουλο.

Ένα φόβο μόνο είχε, και τον ξεμυστηρεύτηκε της Βασίλισσας:

– Να μην τύχει και κάμει ή πει τίποτε η κόρη μας, που να λυπήσει το γαμπρό και να δει που δεν έχει καρδιά!

Φώναξε λοιπόν την κόρη της η Βασίλισσα, της είπε πως έρχεται το γειτονικό Βασιλόπουλο, και της εξήγησε πώς πρέπει να φέρεται. Αλλά με φαντασμένο ύφος της αποκρίθηκε η Βασιλοπούλα:

– Είμαι η πιο όμορφη και εξυπνότερη του κόσμου· τιμή του είναι να με πάρει.

Κι έκλαψε πάλι η Βασίλισσα, και δεν είπε τίποτα στην κόρη της.

Όταν την είδε το Βασιλόπουλο έμεινε άφωνο. Τέτοια ομορφιά, τέτοια χάρη, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν τα είχε φαντασθεί. Δεν έβγαζε τα μάτια του από πάνω της. Ζήτησε αμέσως να γίνουν οι αρραβώνες, και με χαρά το δέχθηκε ο Βασιλιάς. Ευθύς πρόσταξε τις μουσικές να γυρίσουν στους δρόμους, για να μάθει όλος ο λαός την καλήν είδηση, και πρόσταξε να στρωθεί αμέσως τραπέζι μεγάλο και να φέρουν πάλι τα καλύτερα του κρασιά, για να πιει ο κόσμος στην υγεία του γαμπρού και της νύφης.

Αλλά όταν κάθισαν στο τραπέζι, ούτε να φάγει ήθελε το Βασιλόπουλο ούτε να πιει, μόνο τη Βασιλοπούλα ήθελε να κοιτάζει.

Αφού απόφαγαν, και ο Βασιλιάς και οι αυλικοί ήπιαν στην υγεία των αρραβωνιασμένων, βγήκαν όλοι στο χορό, και πήρε το Βασιλόπουλο τη Βασιλοπούλα και χόρεψαν με τόση χάρη, που όλοι γύρω στέκουνταν μαγεμένοι.

Όταν τελείωσε ο χορός, την πήρε το Βασιλόπουλο να σεριανίσουν στο περιβόλι.

– Τέτοια Βασίλισσα σαν εσένα δε θα φαντάζεται ο λαός μου, της είπε· ούτε η μητέρα μου δεν ήταν τόσο όμορφη!

Εκείνη ευχαριστήθηκε με τα κολακευτικά αυτά λόγια, και με το νου της έβαλε να γίνει αμέσως και Βασίλισσα, για να έχει όλα τα μεγαλεία και τις δόξες.

-Πότε θα με κάμεις Βασίλισσα;

Το Βασιλόπουλο κοντοστάθηκε και την κοίταξε με απορία.

– Όταν γίνω εγώ Βασιλιάς, αποκρίθηκε· και ελπίζω να αργήσει αυτό πολύ ακόμα, για να ζήσει χρόνια πολλά ο πατέρας μου…

-Αχ, όχι! διέκοψε η Βασιλοπούλα. Αν σε πάρω, θέλω να γίνω αμέσως Βασίλισσα, για να φορώ το στέμμα και την πορ-φυρένια βασιλική στολή, που θα πηγαίνει τόσο καλά με την ομορφιά μου.

Τόσο λυπήθηκε το Βασιλόπουλο, που δεν αποκρίθηκε τίποτε. Εκείνη νόμισε πως παραδέχτηκε τα λόγια της, και του εξήγησε με τι τρόπο μπορούσε να γίνει αμέσως Βασιλιάς. – Θα πάρω το στόλο του πατέρα μου του Βασιλιά, και όλο του το στρατό, θα φύγουμε μαζί, θα αποβιβαστούμε στο βασίλειο σου, χωρίς τίποτα να ξέρουν οι γονείς σου, και, καθώς θα είναι ανετοίμαστοι, θα μπουν οι στρατιώτες μας στο παλάτι, θα διώξουν τον πατέρα σου και θα γίνεις εσύ ρήγας κι εγώ ρήγισσα.

Το Βασιλόπουλο, καθώς άκουσε αυτά τα λόγια άρπαξε το κεφάλι του με φρίκη μέσα στα δυο του χέρια.

– Μα τι είσαι συ, Βασιλοπούλα μου; ρώτησε. Γυναίκα είσαι ή θηρίο;

-Θέλω να γίνω Βασίλισσα, αποκρίθηκε με πείσμα εκείνη· αλλιώς δε σε παίρνω.

Απελπισμένο και ως την καρδιά θλιμμένο, της είπε το Βασιλόπουλο πως τη θέλει γυναίκα του και πως θα την πάρει και πως τόσο θα την αγαπά, που θα την κάμει και αυτή να μαλακώσει και να γίνει γλυκιά και καλή γυναίκα.

Αλλ’ αυτή δεν άκουε από τέτοια λόγια.

– Ή Βασίλισσα θα με κάμεις αμέσως, ή φύγε μονάχος.

– Θα με κάμεις να πάγω να πέσω στη λίμνη και να πνιγώ! της είπε το Βασιλόπουλο.

– Και δεν πας; του αποκρίθηκε.

Και βλέποντας την απελπισία του γέλασε, αδιάφορη.

Έτρεξε λοιπόν το Βασιλόπουλο και ρίχθηκε στη λίμνη’ κι εκείνη τον κοίταζε και ούτε ταράχθηκε, παρά όταν είδε τα νερά που τον σκέπασαν, σήκωσε τους ώμους της και γύρισε προς το παλάτι.

-Τι κουτός που ήταν! είπε. Δεν του άξιζε άλλο τέλος.

Ένας ψαράς στέκουνταν στην άκρη της λίμνης, όταν έπεσε μέσα το Βασιλόπουλο. Καθώς τον είδε, ρίχθηκε στο νερό, κολύμπησε ως το μέρος όπου είχε βουλιάξει, βούτησε και τον έβγαλε λιποθυμισμένο, αλλά ζωντανό ακόμα.

Μεγάλο κακό έγινε στο παλάτι, όταν έφεραν πίσω το αναίσθητο Βασιλόπουλο. Η Βασίλισσα αμέσως κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ανακατωμένη στην καταστροφή αυτή, κι έτρεξε στο δωμάτιο της για να την ξεμολογήσει.

Η Βασιλοπούλα της διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία, χωρίς ν’ αποσιωπήσει καμιά από τις άκαρδες λέξεις της και πρόσθεσε:

– Τι φταίγω εγώ αν είναι τόσο κουτός, που δεν καταλαβαίνει πως γυρεύω το καλό του;

Από την αγανάκτηση, η Βασίλισσα δε βαστάχθηκε πια, και τραβώντας τα μαλλιά της, είπε:

-Είσαι καταδικασμένη, κόρη μου, όλο λύπες να σπέρνεις γύρω σου! Αχ! τι κακό που σου έκαμε η Μοίρα όταν σου πήρε την καρδιά!

Η Βασιλοπούλα δεν κατάλαβε τα λόγια της μητέρας της.

– Τι θα πει μου πήρε την καρδιά; ρώτησε. Ποια καρδιά; Και τότε με κλάματα της διηγήθηκε η Βασίλισσα την ιστορία της βάφτισης της.

Η Βασιλοπούλα δεν είχε καρδιά, μα είχε μυαλό. Συλλογίστηκε λίγο και ξαναθυμήθηκε όλη της την περασμένη ζωή, και τότε κατάλαβε πολλά πράγματα, πολλά λόγια που είχε ακούσει και που ως τότε της είχαν φανεί ανεξήγητα.

«Τι άκαρδη… τι άπονη… τι άσπλαχνη…».

Όλα αυτά τα λόγια, που είχε ακούσει να λένε γι’ αυτήν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής της, τα ένιωθε τώρα.

-Μητέρα, είπε συλλογισμένη· φταίγω εγώ αν δεν έχω καρδιά;

– Όχι, παιδί μου· η Μοίρα σου την πήρε.

– Και δεν μπορώ να την ξαναβρώ;

– Ναι, μπορείς, είπε η Βασίλισσα· φθάνει να το θέλεις. -Το θέλω, είπε η Βασιλοπούλα.

Η Βασίλισσα της εξήγησε τότε με τι τρόπο μπορούσε να την ξαναβρεί, και η Βασιλοπούλα θέλησε αμέσως να ξεκρεμάσει το κλειδάκι από το λαιμό της, αλλά η μητέρα της τη σταμάτησε.

-Πρέπει πρώτα να ξέρεις, πως όταν βρεις την καρδιά σου, θα χάσεις τη σημερινή σου ησυχία. Και της ξαναείπε τα λόγια της Ζωής:

– Σκέψου· θέλεις ν’ αντικρίσεις τόσες λύπες; Συλλογίστηκε η Βασιλοπούλα και αποκρίθηκε.

– Δεν ξερω τι είναι λύπη· μα έχω περιέργεια να τη γνωρίσω. Κι έτσι που ζω δε βρίσκω τίποτε που να μ’ αρέσει στη ζωή. Δεν γνωρίζω λύπη, μα δεν ξέρω τι θα πει αυτό που λέτε σεις χαρά, ώστε δεν έχει και πολλή σημασία η ζωή μου.

Η Βασίλισσα τη φίλησε με συγκίνηση.

– Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, της είπε. Και η ίδια έλυσε την αλυσιδίτσα από το λαιμό της Βασιλοπούλας και της έδωσε το χρυσό κλειδάκι.

Αμέσως πήδησε το κλειδάκι από τα χέρια της Βασιλοπούλας κι έπεσε από το παράθυρο. Εκείνη ξαφνίστηκε, και με φόβο μην το χάσει έτρεξε στο περιβόλι, και από κάτω από το παράθυρο της το ξαναβρήκε. Έλαμπε σα φωτιά· πριν προφθάσει όμως να το πιάσει, πήδησε πάλι το κλειδάκι και έπεσε μερικά βήματα μακρύτερα. Έτρεξε πάλι η Βασιλοπούλα να το πιάσει και πάλι πήδησε το κλειδάκι, και όλο το κυνηγούσε εκείνη, και όλο της ξέφευγε, και βγήκαν από το περιβόλι του παλατιού κι έτρεξαν στον κάμπο και ύστερα στο βουνό, και όλο πηδούσε το κλειδάκι και όλο το κυνηγούσε η Βασιλοπούλα.

Παραπάνω είδε άλλη γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, που κάθουνταν στα χώματα κι έκλαιγε απελπισμένα, σκυμμένη πάνω στο μωρό της που βογκούσε σιγά, με κλεισμένα τα μάτια. -Το παιδάκι μου πεθαίνει! μοιρολογούσε η μητέρα. Αχ! και να μπορούσα να το σώσω!

– Πάρε το στο γιατρό, της φώναξε περνώντας η Βασιλοπούλα.

– Πώς να το πάω στο γιατρό, αφού ούτε ψωμί δεν έχω ν’ αγοράσω! αποκρίθηκε η δυστυχισμένη.

Η Βασιλοπούλα σήκωσε τους ώμους της με αδιαφορία κι εξακολούθησε να κυνηγά το κλειδάκι της.

Ανέβαινε κι όλο ανέβαινε η Βασιλοπούλα, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι. Στο δρόμο της είδε και άλλες δυστυχίες· ποτέ όμως δε σταμάτησε. Οι δυστυχίες των άλλων δεν την συγκινούσαν εκείνη.

Παραπάνω απάντησε χωροφύλακες που πήγαιναν έναν άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Έκλαιγε και δέρνουνταν ο δυστυχισμένος.

-Θα πληρώσω το χρέος μου, έλεγε· αφήσετε με να δουλέψω! Θα πεθάνουν τα παιδιά μου από την πείνα, αν με κλείσετε! Λυπηθείτε τα παιδιά μου!

Αλλά τον έσερναν οι χωροφύλακες, και η Βασιλοπούλα, που μ’ ένα κουμπί του μανικιού της μπορούσε να πληρώσει δέκα φορές το χρέος του, δε σταμάτησε.

Ανέβαινε, ανέβαινε η Βασιλοπούλα, έφθασε σε γκρεμνούς και σε βράχους, όπου ούτε σπίτι ούτε άνθρωπος δε βρίσκουν-ταν πια, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι, και όλο ανέβαινε η Βασιλοπούλα.

Είχε αρχίσει να κουράζεται, και το βουνό τέλος δεν είχε. Μα αν δεν είχε καρδιά η Βασιλοπούλα, είχε όμως θέληση δυνατή, και είχε βάλει με το νου της να πάρει πίσω την καρδιά της.

Έφθασε τέλος στην κορυφή· εκεί σταμάτησε το κλειδάκι. Έτρεξε η Βασιλοπούλα να το πιάσει κι έξαφνα άνοιξε ο βράχος μπροστά της, και μέσα στη σχισμάδα είδε ένα μικρό κουτάκι. Καθώς έσκυψε να το πιάσει, πήδησε το κλειδάκι για τελευταία φορά και χώθηκε μόνο του στην κλειδαρότρυπα. Άπλωσε το χέρι της η Βασιλοπούλα, άρπαξε το κουτί και άνοιξε με βία το σκέπασμα. Μέσα είδε την καρδιά της.

Την ίδια στιγμή, παρουσιάστηκε μπροστά της μια νεράιδα κάτασπρα ντυμένη· γύρω της χύνουνταν τόσο φως, που θαμπώθηκαν τα μάτια της Βασιλοπούλας και τα σκέπασε με το χέρι της.

– Μη φοβάσαι, της είπε η νεράιδα· είμαι η Ζωή, κι εγώ σε οδήγησα εδώ, για να ξαναβρείς την καρδιά σου. Μα πριν την πάρεις πρέπει να ξέρεις τι κάνεις. Η Μοίρα θέλησε να ζήσεις χωρίς πόνους και λύπες, και σου πήρε την καρδιά σου· εγώ όμως δεν παραδέχομαι τη ζωή χωρίς αισθήματα, και σου έδειξα το δρόμο για να τη βρεις πάλι. Θα μάθεις τώρα τη λύπη, αλλά θα μάθεις και τη χαρά, γιατί θα νιώσεις τι θα πει αγάπη. Ως τώρα σ’ αγάπησαν οι άλλοι· εσύ δεν αγαπάς κανένα, ούτε καν τη μάνα σου. Θέλεις να ζήσεις ζωή δυνατή, ζωή γεμάτη χαρά και λύπη, λαχτάρα και πόνους;

-Ναι! είπε η Βασιλοπούλα. Το θέλω!

-Πρέπει να το θελήσεις με όλη σου τη δύναμη, είπε η νεράιδα, για να νικήσεις την απόφαση της Μοίρας.

-Το θέλω, είπε η Βασιλοπούλα, με όλη μου τη δύναμη.

-Εμπρός, λοιπόν, τράβα το δρόμο σου με θάρρος.

Και με το μαγικό της ραβδί, η Ζωή χτύπησε ελαφρά τη Βασιλοπούλα στο στήθος.

Ένα φως τόσο δυνατό έλαμπε πάλι, που η Βασιλοπούλα έκλεισε τα μάτια της. Όταν τ’ άνοιξε, ήταν νύχτα· το κουτί και το μαγικό κλειδάκι είχαν ξαναχωθεί στο βράχο και η νεράιδα είχε γίνει άφαντη.

Στα σκοτεινά κατέβαινε η Βασιλοπούλα το βουνό· δεν έβλεπε τίποτα· ήταν φοβερά κουρασμένη από το δρόμο που είχε κάμει, και κάθε λίγο σκόνταφτε στις πέτρες, αλλά δεν την πείραζε. Τα τελευταία λόγια της Ζωής της είχαν δώσει θάρρος, και αισθάνουνταν μέσα της μια δύναμη καινούρια. Συλλογίζουνταν τη μητέρα της και τον πατέρα της, και της ήρχουνταν μια λαχτάρα άγνωστη ως τότε, να τους φιλήσει και να ξανακούσει τη φωνή τους.

-Περίεργο! είπε μέσα της. Ως τώρα ποτέ δεν τους είχα συλλογιστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθισε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί, και την πήρε ο ύπνος.

Είδε όνειρα περίεργα· πως γύρισε στο παλάτι, και με αγάπη έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα της και της μητέρας της, και το Βασιλόπουλο γονατιστό της φιλούσε τα χέρια ενώ ο λαός όλος ζητωκραύγαζε έξω από τα παράθυρα, και την έλεγε «πολυαγαπημένη Βασιλοπούλα», και άλλα λόγια που της φαίνουνταν ασυνήθιστα και χωρίς έννοια. Και αυτή απορούσε, και γύρευε να καταλάβει για ποιο λόγο αισθάνουνταν τόση όρεξη να ευχαριστήσει όλους, γιατί την πλημμύριζε τόση χαρά, και γιατί την αγαπούσε τόσο ο λαός της, που ως τότε μόνο άκαρδη και άπονη την ήξερε.

Όταν ξύπνησε, έφεγγε. Μα βαριά σύννεφα είχαν μαζευθεί και ο ουρανός ήταν κατάμαυρος.

– Θα βρέξει, μα τι πειράζει; είπε χαρούμενη η Βασιλοπούλα· σε λίγο θα είμαι στο παλάτι.

Μάζεψε μερικά βατόμουρα, και τα έφαγε για να σβήσει την πείνα και τη δίψα της· ύστερα τρεχάτη άρχισε πάλι να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε όμως, άκουσε ομιλίες δυνατές, σα φωνές που μάλωναν, και μεταξύ τους ξεχώρισε μια φωνή τόσο παραπονεμένη, τόσο λυπητερή, που αμέσως σταμάτησε για ν’ ακούσει καλύτερα.

– Τα παιδιά μου έμειναν στο δρόμο, αφήστε με να πάγω να τα μαζέψω! έλεγε η λυπητερή φωνή. Δείτε μαυρίλα που πλάκωσε! Θα παγώσουν, τα καημένα!

-Τράβα μπρος! Τράβα μπρος! απαντούσαν θυμωμένες οι άλλες φωνές.

Έτρεξε η Βασιλοπούλα, και σ’ ένα γύρισμα του δρόμου είδε το χρεωφειλέτη και τους χωροφύλακες, που τους είχε απαντήσει ανεβαίνοντας.

-Γιατί πάτε αυτό τον άνθρωπο στη φυλακή; ρώτησε τον αρχηγό.

-Γιατί δεν πληρώνει τα χρέη του, απάντησε αυτός, χωρίς να αναγνωρίσει τη Βασιλοπούλα.

– Μα πώς να τα πληρώσω, που δεν έχω ούτε ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά μου, φώναξε ο αλυσοδεμένος. Αρρώστησε η γυναίκα μου και ό,τι είχα το ξόδεψα στα γιατρικά, ώσπου μας άφησε χρόνια η καημένη, Θεός σχωρέσ’ την, και μένουν τα παιδιά μου στο δρόμο!

Δεν μπόρεσε να πει περισσότερα και πνίγηκε στα κλάματα.

Τα μάτια της Βασιλοπούλας γέμισαν δάκρυα.

-Πόσα χρωστά ο άνθρωπος αυτός; ρώτησε τον αξιωματικό.

-Τρία χρυσά φλουριά, κυρά μου, και τα έξοδα μας. Έβγαλε το χρυσό της πουγκί και το έδωσε του χρεωφειλέτη.

-Πλήρωσε το χρέος σου, του είπε, και κράτησε όσα μένουν για τα παιδιά σου.

Ο δυστυχισμένος έπεσε στα πόδια της και φίλησε τον ποδόγυρο του φουστανιού της.

-Μη μ’ ευχαριστείς, του είπε η Βασιλοπούλα. Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για τη χαρά που έχω μέσα μου.

Πήρε πάλι τον κατήφορο και απορούσε μόνη της, γιατί να είναι τόσο χαρούμενη, ενώ κανένας δεν της είχε χαρίσει τίποτε, και απεναντίας αυτή είχε δώσει όλα της τα φλουριά, και δεν της έμεινε ούτε πεντάρα στην τσέπη.

Είχε βραδιάσει, και ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα σύννεφα που μαζεύουνταν πάλι στον ορίζοντα. Έβγαλε το κουρουπάκι της και το ψωμί, για να φάγει, μα δεν είχε όρεξη. Τ’ ακούμπησε στην πέτρα κοντά της και έπεσε σε συλλογή.

Μπροστά της έβλεπε τη θάλασσα, όπου άπειρα καραβάκια αρμένιζαν, και θυμήθηκε το στόλο του Βασιλιά και το παλάτι και τον πατέρα της και τη μητέρα της, και το Βασιλόπουλο που είχε ριχθεί στη λίμνη απελπισμένο από την κακία της.

Κι έξαφνα της ήλθε φοβερή λαχτάρα να τους ξαναδεί όλους, να τους ζητήσει συγχώρεση, να τους πει πόσο λυπούνταν για την περασμένη της ζωή, και πόσο θα ήθελε να ξαγοράσει τις περασμένες της αμαρτίες, τώρα που αισθάνουνταν και αυτή τι της έλεγε η νεόβρετη καρδιά της!

Κοιτάζοντας τα καραβάκια, που ολοένα πλησίαζαν, της φάνηκε πως δεν τ’ αναγνώριζε. Δεν ήταν ο στόλος του Βασιλιά με τα γνωστά της σκάφη και τα πορφυρένια φλάμπουρα, και όμως ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να είναι ξένα εμπορικά, όπως συνήθιζαν να έρχονται ένα ή δυο τη φορά στο λιμένα του νησιού της.

Εκεί που συλλογίζουνταν τι να είναι τα καράβια αυτά, έξαφνα άκουσε κοντά της χτυπήματα, σα να έσκαφταν το χώμα. Σηκώθηκε με περιέργεια και, πίσω από το βράχο, είδε ένα γέρο γονατιστό, που βιαστικά άνοιγε ένα λάκκο. Κοντά του είχε ακουμπήσει δυο μεγάλους σάκους και ένα πανέρι γεμάτο από διάφορα χρυσαφικά και ασημικά. Καθώς άκουσε βήματα, ο γέρος σταμάτησε τρομαγμένος και άπλωσε το χέρι απάνω στο πανέρι, για να προστατεύσει τα χρυσαφικά του.

-Μη φοβάσαι, είπε η Βασιλοπούλα· δε θα σε πειράξω. Μα γιατί σκάβεις λάκκους εδώ;

Όταν είδε ο γέρος πως ήταν γυναίκα, και πως ήταν μόνη, ξανάρχισε τη δουλειά του βιαστικότερα παρά πριν.

– Θέλω να κρύψω εδώ τα λίγα πράματα που έχω, της είπε· αύριο δεν ξέρουμε τι γίνεται.

-Γιατί; Ποιος θα σου πάρει τα χρυσαφικά σου, αν τα κρατήσεις στο σπίτι σου;

Γύρισε ο γέρος και την κοίταξε με απορία.

– Δεν ξέρεις τα νέα; τη ρώτησε. Δε βλέπεις τα καράβια που έζωσαν το νησί; Αύριο, αν αποβιβαστούν οι στρατιώτες, ποιος θα σώσει τα λεφτά μας, που με τόσον κόπο, πεντάρα -πεντάρα, τα οικονομήσαμε;

Αηδιασμένη κοίταξε η Βασιλοπούλα το γερο-φιλάργυρο, που με λαίμαργα μάτια έτρωγε τους σάκκους του. Έτοιμος πια να κατέβει στον τάφο, το χρυσάφι του γύρευε να θάψει.

– Δεν καταλαβαίνω, είπε. Για ποιους στρατιώτες μιλείς;

– Μα από πού έρχεσαι και δεν ξέρεις τίποτε; φώναξε νευριασμένος ο γέρος. Να, ένα Βασιλόπουλο τρανό ζήτησε την κόρη του Βασιλιά, και ήλθε κι έγιναν οι αρραβώνες· αλλ’ αυτή, σαν άκαρδη που είναι, τον έριξε στη λίμνη, και μόλις πρόφθασαν να τον βγάλουν ζωντανό. Μα αρρώστησε βαριά, και όλοι οι γιατροί στο βασίλειο δεν μπορούν να τον γιάνουν. Και θύμωσε ο κύρης του κι έστειλε στόλο και στρατό, και λένε πως είναι και ο ίδιος μέσα σ’ ένα από τα καράβια και πως αν δεν του παραδώσουν αμέσως τη Βασιλοπούλα, θα κατέβει με στρατό στη χώρα να πάρει το γιό του, και ύστερα θα κάψει το βασίλειο, θα τα ρημάξει όλα, θα πάρει σκλάβους το Βασιλιά και τη Βασίλισσα, και θα κόψει το κεφάλι της Βασιλοπούλας.

– Και τι απάντησε ο Βασιλιάς μας; ρώτησε η Βασιλοπούλα.

– Ο Βασιλιάς αποκρίθηκε πως την κόρη του δεν την παραδίνει. Μα και να ήθελε να την παραδώσει, πού να τη βρει! Σαν είδε αυτή τα στενά, έφυγε και χάθηκε, και τόσον καιρό τη γυρεύουν, μα πού να τη βρουν! Αλίμονο μας, τους δυστυχισμένους! Με τόσους κόπους μαζέψαμε μερικά λεφτά, και τώρα θα έλθουν ξένοι να μας τα πάρουν και να τα χαρούν!

Και ξανάρχισε να σκάβει με βία.

Η Βασιλοπούλα έμεινε άφωνη. Τόσες καταστροφές δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσαν να φέρουν στον τόπο και στους γονείς της μερικά άκαρδα λόγια που ξεστόμισε σαν ασυλλόγιστη. Κοίταξε το γέρο που εξακολουθούσε να σκάβει, και τον περιφρόνησε με όλη της την καρδιά, που συλλογίζουνταν τα φλουριά του και τ’ ασημικά του, την ώρα που τέτοια μεγάλη καταστροφή ξέσπασε στον τόπο.

– Και όμως, συλλογίστηκε, το ίδιο δεν έκαμα άραγε κι εγώ, που γύρευα δόξα δική μου, προσωπική, μάταιη και μικρή δόξα, όταν είπα εκείνα τα λόγια στο Βασιλόπουλο, λόγια που έφεραν τέτοια συμφορά στην πατρίδα μου!

Η πατρίδα της… Κοίταξε γυρω της τα γυμνά βουνά, τους κάμπους, τ’ αριά δάση· όλα αυτά, όσο φτωχά και αν ήταν, ήταν όμως πατρίδα της, δική της γη…

Και μέσα της ξύπνησε, ξαφνικά, ακράτητη η αγάπη για το χώμα αυτό, που ως τότε το έβλεπε με αδιαφορία· της φάνηκε τόσο όμορφο το φτωχό της νησί, με τις πέτρες και τους βράχους του, με τα χωράφια που πρασίνιζαν εδώ κι εκεί, με τις σταχτιές ελιές του, και την απέραντη θάλασσα τριγύρω…

Θυμήθηκε με πόνο σουβλερό, πως αυτή στέκουνταν καταστροφή του τόπου της και αναστατώθηκε η ψυχή της όλη.

– Μην κρύβεις το χρυσάφι σου, γέρο, του είπε· δε θα έλθει η συμφορά που φοβάσαι, γιατί θα παραδοθεί η Βασιλοπούλα και θα σβήσει ο θυμός του ξένου Βασιλιά. Και αφήνοντας το φιλάργυρο σαστισμένο, με το φτυάρι στο χέρι, πήρε πάλι τον κατήφορο τρέχοντας με όλη της τη δύναμη, για να προφθάσει να παραδοθεί στον ξένο Βασιλιά, πριν ακόμα κατέβει με το στρατό του.

Η νύχτα απλώνουνταν παντού, και τα μαύρα σύννεφα ολοένα κατέβαιναν χαμηλότερα, φοβερίζοντας τη φύση με την αγριάδα τους.

Βιάζουνταν η Βασιλοπούλα να φθάσει στη ρίζα του βουνού πριν ξεσπάσει η κακοκαιρία, όχι από φόβο μη βραχεί, αλλά για να μην αργοπορήσει και προφθάσουν να βγουν έξω τα στρατεύματα.

Ο λαός, που περίμενε καταστροφές, παραξενεύουνταν να βλέπει τόσο στρατό να περνά ήσυχα, χωρίς να πειράζει κανένα.

Στο παλάτι, ο Βασιλιάς στέκουνταν ανήσυχα στο παράθυρο, κοιτάζοντας με το τηλεσκόπιο τη θάλασσα και τα καράβια· η Βασίλισσα, καθισμένη δίπλα στο σοφά όπου ήταν πλαγιασμένο το Βασιλόπουλο, έκλαιγε για το χαμό της Βασιλοπούλας, όταν έφθασε η συνοδεία εμπρός στο παλάτι.

Καθώς είδε ο Βασιλιάς τον ξένο άρχοντα και γνώρισε τη Βασιλοπούλα, ντυμένη στα κουρέλια κοντά του, κόντεψε να πέσει ανάσκελα.

Σ’ ένα λεπτό, όλο το σπίτι βρέθηκε στο δρόμο· η Βασίλισσα με κλάματα έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της και σύντομα έγιναν οι εξηγήσεις.

Ύστερα όλοι μαζί ανέβηκαν στο δωμάτιο όπου το Βασιλόπουλο ήταν πλαγιασμένο, με κλειστά μάτια και λιγνεμένο πρόσωπο. Η Βασιλοπούλα έπεσε στα γόνατα κι έπιασε το χέρι του.

-Συγχώρεσε με! είπε.

Το Βασιλόπουλο άνοιξε τα μάτια, την είδε, και από το φως που έλαμπε στο πρόσωπο της κατάλαβε όλη την ιστορία.

Πέταξε τα σκεπάσματα του, σηκώθηκε με μιας και, παίρνοντας τη Βασιλοπούλα από το χέρι, την πήγε στον πατέρα του.

– Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε γονατίζοντας μπροστά του· δώσε μας την ευχή σου· αυτή είναι η γυναίκα μου.

Κι έγινε ο γάμος με χαρές μεγάλες και ξεφαντώματα, που βάσταξαν τρεις μήνες.

Αριστέα Χαριτάτου