ΟΙ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ Πρωτοπόροι στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Μόντρεαλ
ΤΙΜΗΣΑΝ ΤΗΝ 152α ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ
Ο Διονύσιος Σολωμός και οι Επτανήσιοι ποιητές και λογοτέχνες Με τον καθηγητή
Γαβριήλ Μανωλάτο Βραβευμένο από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών
Η Κεφαλλονίτικη Αδελφότητα Καναδά «ΑΙΝΟΣ» και η Ελληνοκαναδική Προοδευτική Οργάνωση Κεμπέκ (ΕΠΟΚ), διοργάνωσαν στις 4 Ιουνίου 2016 στις μεγάλη πολιτιστική και καλλιτεχνική εκδήλωση επ’ ευκαιρία της 152ας επετείου της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Η εκδήλωση θα πραγματοποιήθηκε στο «Κεφαλλονίτικο Σπίτι» στο Μόντρεαλ και ήταν «Ένα αφιέρωμα στον Διονύσιο Σολωμό και στους επτανήσιους ποιητές και λογοτέχνες». Καλεσμένος για την εκδήλωση, ο καθηγητής πανεπιστημίου κύριος Γαβριήλ Μανωλάτος από τη Σάμη, ο οποίος μίλησε για τη ζωή και το έργο των επτανήσιων δημιουργών.
Η χορωδία του συλλόγου Ζακυνθίων «Ζακυνθινές Φωνές» με το μαέστρο Πέτρο Πλαρινό τραγούδησαν επτανησιακές καντάδες και τραγούδια. Απαγγέλθηκαν ποιήματα των δημιουργών και θα ακούστηκαν μουσικές συνθέσεις και τραγούδια από μελοποιημένους στοίχους των ποιητών μας.
Με τις «Ζακυνθινές φωνές τραγούδησαν οι: Στάθης Βαρβαρίγος, Ιορδάνης Κονίδης, Γιώργος Τσουμπλέκας, Γρηγόρης Βλασόπουλος, Παναγιώτης Κωστής, Δημήτρης Κατσαρός, Γιώργος Γεωργιάδης, Διονύσιος Ζαβραδινός, Διονύσιος Μαρούδας, Ηλίας Δροσόπουλος, Ορφέας Βαστόπυλος, και ο μαέστρος Πέτρος Πλαρινός
Ποιήματα απήγγειλαν οι: Νίκος Σπαθής, Μαρίνα Χατζηδάκη, Γεωργία Τζέικομπ, Εμμανουήλ Μανωλάτος, Ευφημία Βουτσινά και Κώστας Τσαντρίζος
Η εκδήλωση είχε μεγάλη επιτυχία και εντυπωσίασε τόσο τους επίσημους προσκεκλημένους και το πλήθος, όσο και τα μέσα ενημέρωσης του Μόντρεαλ
ΟΙ ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Είναι πάρα πολλοί
Θα ξεχωρίσουμε αυτούς που δημιούργησαν τη λεγόμενη
Επτανησιακή Σχολή και που εννοούμε τη λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων νήσων από τις τελευταίες δεκαετίας του 18ου αι. έως το τέλος του 19ου αι (δηλαδή από 1700-1800)
Την Επτανησιακή Σχολή συνθέτουν οι εξής κατηγορίες δημιουργών:
Οι Προσολωμικοί. Αυτοί οι ποιητές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως πρόδρομοι, επειδή προετοίμασαν το έδαφος για την μετέπειτα πνευματική πρόοδο των Επτανήσων. Οι ποιητές αυτοί είναι σχεδόν όλοι Ζακύνθιοι.
Οι Σολωμικοί ποιητές που το έργο τους φέρει τα ίχνη της σολωμικής επίδρασης, ενώ οι ίδιοι συνέβαλαν στη μελέτη και τη διάδοση της ποίησης του Σολωμού.
Οι Μετασολωμικοί ποιητές που Δραστηριοποιούνται μετά το θάνατο του Σολωμού (1857).
Οι Εξωσολωμικοί ποιητές
Δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής του Σολωμού. Κυριότεροι θεωρούνται ο Ανδρέας Κάλβος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και επίσης ο Ανδρέας Λασκαράτος
Οι ποιητές και Λογοτέχνες της Επτανησιακής Σχολής είναι πάρα πολλοί με πλουσιότατο έργο. Αυτοί πρωτοδημιούργησαν και ανέπτυξαν την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή και ποίηση και την πνευματική πρόοδο της Ελλάδος.
Εμείς θα αναφερθούμε μόνο, στον Μεγάλο Διονύσιο Σολωμό, στον Βαλαωρίτη, στον Κάλβο, στον Μαρκορά και στον Πολυλά.
Διονύσιος Σολωμός
Ο Ηρακλής της Ποίησης
Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.
… λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει…
Ημίθεοι λίγοι έχουν γεννηθεί. Και ο Σολωμός είναι ένας ημίθεος, είναι ο Ηρακλής της ποίησης.
Αν ο Ρίτσος και ο Σεφέρης και ο Ελύτης και ο Βαλαωρίτης και τόσοι άλλοι, είναι βουνά της ποίησης, ο Σολωμός είναι Βουνό, ο ΟΛΥΜΠΟΣ.
H οικογένεια του εθνικού μας ποιητή καταγόταν από την Ανατολική Κρήτη. Μετά την πτώση του Χάνδακα από τους τούρκους 1669, κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Ο ποιητής γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο.
Σπούδασε στο λύκειο της Κρεμόνα, ενώ συνέχισε τις πανεπιστημιακὲς σπουδές του στην Νομικὴ σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας. Η Επανάσταση έπαιξε καταλυτικὸ ρόλο στην θεματολογία της ποίησής του. Το 1823 συνθέτει το «Ύμνος εις την ελευθερία», ο οποίος μεταφράστηκε μόλις τον επόμενο χρόνο σε πολλὲς ευρωπαϊκὲς γλώσσες. Από το 1828 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου και πέθανε το 1857.
Οι γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από την Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Παντρεύτηκε την υπηρέτρια- ερωμένη του, μόλις την προπαραμονή του θανάτου του, 27 Φεβρουαρίου 1807 και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στην Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο, ήταν 10 ετών, στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.
Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του, τον Ρόσι, οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στην Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου και γι’ αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το Λύκειο. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817. Δεδομένων των φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά.
Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί. Γι’ αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις.
Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στην δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το γλωσσικό του πρότυπο, άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα ως τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.
Την είδα την ξανθούλα,
την είδα `ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
……………………………………
Η συνάντηση με το Σπυρίδωνα Τρικούπη
Σημαντική για την στροφή του προς τη συγγραφή στα Ελληνικά, θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπ. Τρικούπη τον λόγιο, ιστορικό και πολιτικό. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε την Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Ο Σολωμός του εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό».
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και η καθιέρωση του ποιητή
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα, αποτελούμενο από 158 στροφές ή 632 στίχους, δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα, το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι και στην Ευρώπη το 1825, στο Παρίσι , σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με το Ύμνος εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή. Είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, Η Καταστροφή των Ψαρών, ο Διάλογος, που αναφέρεται στην γλώσσα, η Γυναίκα της Ζάκυθος.
Ο κύκλος της Κέρκυρας
Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της αναχώρησής δεν ήταν όμως μόνο τα οικογενειακά προβλήματα. Ο Σολωμός σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα θα του προσέφερε όχι μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο, αλλά και την ηρεμία που ταίριαζε στον μονήρη και ιδιότροπο χαρακτήρα του και η οποία ήταν απαραίτητη για την μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση.
Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση και με αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα με τα οποία συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς και άλλοι.
Οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές που συγκροτούν τον κύκλο των «σολωμικών ποιητών», από τον οποίο αρχίζει πραγματικά η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα, όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως «αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου είναι ημιτελή ποιήματα και πεζά σχεδιάσματα και κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμα πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά -οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854. Μετά από μια τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.
Το πρόβλημα της αποσπασματικής μορφής του σολωμικού έργου και της έκδοσής του είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα της μελέτης της σολωμικής ποίησης αλλά και της ελληνικής φιλολογίας γενικότερα.
Τα μόνα έργα του Σολωμού που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1825), ένα απόσπασμα του Λάμπρου («Η δέηση της Μαρίας» 1834), το Ωδή εις Μοναχήν (1829) και το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φραίζερ (1849). Τα υπόλοιπα έργα του έμειναν ανολοκλήρωτα. Ο Σολωμός επεξεργαζόταν συνεχώς τα έργα του και αγωνιζόταν για την επίτευξη της απόλυτης τελειότητας στη μορφή, προσπαθώντας να τα απαλλάξει από οτιδήποτε περιττό, που κατέστρεφε την καθαρά λυρική ουσία. Τα χειρόγραφά του δεν περιέχουν τα έργα καθαρογραμμένα, αλλά αποκαλύπτουν όλα τα στάδια επεξεργασίας τους, χωρίς απαραίτητα η τελευταία επεξεργασία να είναι η τελική. Ο ποιητής συνελάμβανε πρώτα ένα προσχέδιο του ποιήματος σε πεζό, το οποίο κατέγραφε στα ιταλικά, και στη συνέχεια άρχιζε την ελληνική επεξεργασία. Για πολλούς στίχους σώζονται διάφορες παραλλαγές, οι στίχοι συχνά δεν είναι στη σωστή σειρά, κάποιοι είναι ανολοκλήρωτοι ενώ υπάρχουν και χάσματα. Συχνά στην ίδια σελίδα ο ποιητής μπορεί να έγραφε στίχους από διαφορετικά ποιήματα. Κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά το Ύμνος εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «…(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
Οι αξίες της ζωής
Ο Ζακυνθηνὸς ποιητής, σε όλο το έργο του, κήρυξε με ιερὴ εμμονὴ τις αθάνατες αξίες της ζωής: Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Αλήθεια, Πίστη, Αγάπη, Χρέος.
Τo σπουδαιότερο πρόβλημα που απασχόλησε τη μεγαλοφυΐα του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού, ήταν το πρόβλημα της Ελευθερίας. Της ελευθερίας πρώτα της Εθνικής που είναι συνυφασμένη με την ηθική ελευθερία του ατόμου, και της ελευθερίας ως Ιδέας, που περικλείει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τις θέσεις αυτές τις αποτύπωσε ο Σολωμός στο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στους «Ελεύθερους πολιορκημένους», και στον «Διάλογο» ποιητή και σοφολογιότατου.
Ο συγγραφέας Γεώργιος Βελουδής στο πόνημά του για τον Διονύσιο Σολωμό, που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της 10ης Μαΐου 1995, υποστηρίζει ότι «..την προσωνυμία Εθνικός ποιητής έχουν προσλάβει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καμιά εικοσαριά ποιητές όπως, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Κρυστάλλης, ο Σεφέρης, ο Βρεττάκος… Ο τίτλος όμως του «εθνικού», ανήκει, απόλυτα δικαιολογημένα, μόνο στο Σολωμό..».
Ο Σολωμός έδειξε, ότι η ποίηση πρέπει να έχει πυκνότητα. Με τις λιγότερες και μουσικότερες λέξεις να αποδίδει υψηλά νοήματα και καθαρές εικόνες, όπου τίποτα περιττό δεν υπήρχε κι όπου όλα – γλώσσα, νόημα, ρυθμός, εικόνα – ήταν αισθητικά οργανωμένα, με απλότητα και φυσικότητα. Τίποτα δεν πρόδιδε την επίπονη κατεργασία. Αντίθετα το ποίημα είχε φρεσκάδα, φυσικότητα και παρθενικότητα σαν της δροσιάς τις σταλαματιές. Ο Σολωμός πέτυχε, μια θαυμαστή ισορροπία πνεύματος και μορφής, νόησης και αισθήματος γλώσσας και μουσικότητας. Οι χτυπητές λέξεις, οι φλύαροι στίχοι, τα άχρηστα παραγεμίσματα έπαψαν να αποτελούν ποίηση. Ναι ήταν σαν της δροσιάς τις σταλαματιές.
Είχε μια θεωρητική κατάρτιση, που τη βλέπουμε και στο «Διάλογο» του, όπου μιλούν ο ποιητής, ο φίλος και ο σοφολογιότατος, και που του επέτρεψε να συλλάβει σωστά το πρόβλημα της ποίησης, και να το πραγματοποιήσει σε βαθμό τελειότητας, δημιουργώντας μια παράδοση και κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του γενάρχη του νέου μας ποιητικού λόγου.
Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
……………………………………………………………..
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
……………………………………………………………………………
Aνάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος
……………………………………………………………….
Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
…………………………………………………………………
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
………………………………………………………..
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
………………………………………………………
Στοίχοι, ομηρικοί και επικοί. Στοίχοι γεμάτοι νόημα. Στοίχοι που γεμίζουν βιβλία ολόκληρα με ερμηνείες και αναλύσεις…
Ο Σολωμός, με το «Yμνος εις την Eλευθερίαν» μας έδωσε το νόημα της «Εθνικής ελευθερίας», με τους «Ελεύθερους πολιορκημένους», το νόημα της «Ηθικής ελευθερίας», και με το «Διάλογο» του το νόημα της «Πνευματικής ελευθερίας».
Από την άποψη της ελευθερίας πρέπει να δούμε και το μοναδικό πεζό του Σολωμού, τη «Γυναίκα τής Ζάκυθος», αυτό το θαυμάσιο μνημείο του ελληνικού πεζού λόγου, με το άφταστο ποιητικό ύφος, που στηλιτεύει την απαίσια μορφή και βρωμερή ψυχή του εθελόδουλου ατομιστή, του κακού ανθρώπου που βασανίζει τους άλλους.
Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.
Τα κύρια έργα του είναι: Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), Εἰς Μάρκον Μπότσαρη (1823), Ἡ καταστροφή τῶν Ψαρῶν (1824), Ὡδή στὸν θάνατο τοῦ Λόρδου Βύρωνα (1824), Ὁ Λάμπρος (1829), Ὁ Κρητικὸς (1833), Ὁ Πόρφυρας (1849), Ἡ Ξανθούλα, Ὥδή εἰς τὴ Σελήνη, Νεκρική ὡδή, Ἡ σκιά τοῦ Ὁμήρου Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι (1826-1844),
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του Διονύσιου Σολωμού. Τον «απασχόλησε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του», καθώς και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Το έργο είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων. Το εξέδωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
ΑΠΟ ΤΟ Β’ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
…………………………………………………
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Εὐαγγελισμός – Ἑλληνισμός
Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει… ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία…
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο… σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία…
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»
Γεννήθηκε στη Λευκάδα τον Ιούνιο του 1824 και βαπτίστηκε, Μόσχος – Αριστοτέλης.
Γιος του ηπειρωτικής καταγωγής Ιωάννη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα Ευρυτανίας και της καταγόμενης από ευγενή οικογένεια της Κεφαλλονιάς Αναστασίας Τυπάλδου-Φορέστη. Το όνομα Αριστοτέλης που του δόθηκε ήταν δείγμα της λατρείας προ την αρχαία Ελλάδα και τον κλασσικό πολιτισμό τους οποίους έτρεφε η οικογένειά του. Τα πρώτα γράμματα, τα έμαθε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία και ακολούθως ταξίδεψε στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος και στην Ιταλία. Ύστερα πήγε στο Ελβετικό κολλέγιο στη Γενεύη, Στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στη νομική σχολή, αλλά για λόγους υγείας μετέβη στην Πίζα στην Ιταλία και συνέχισε τα νομικά. Το 1848, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Δικαίου. Το επάγγελμα του δικηγόρου όμως δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Από αρκετά νωρίς ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μπλέχθηκε στην πολιτική, και το 1857 εξελέγη στην Ιόνιο Βουλή, τασσόμενος με το κόμμα των Ριζοσπαστών και αγωνιζόμενος για την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα.
Μετά την ένωση, στάλθηκε ως αντιπρόσωπος των Επτανήσων στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση. Διακρίθηκε με τη δήλωση που έκανε ότι οι συντοπίτες του θα συνεργάζονταν χωρίς προτίμηση για το ένα ή το άλλο κόμμα με τον καταλληλότερο ή ικανότερο πρωθυπουργό αλλά και τον πιο ανιδιοτελή.
Μέριμνά του είναι η ενότητα του Ελληνικού έθνους γι’ αυτό προβάλει μέσα από τις ομιλίες του στο κοινοβούλιο ,την προσήλωση στο θεσμό της μοναρχίας, σαν παράγοντα εξισορρόπησης. Έτσι, πολύ καλή ήταν η ιδιωτική και δημόσια σχέση που είχε με τον βασιλιά Γεώργιο. Οι διαβόητες για τη νοθεία τους εκλογές του 1868,οι αυθαιρεσίες της κυβερνητικής παράταξης κατά την επικύρωση των αποτελεσμάτων από τη βουλή, καθώς κι ένα επεισόδιο ανάμεσα στον ποιητή και τους αδελφούς Ιακωβάτους, όπου στη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1868, ο Βαλαωρίτης δεν θα διστάσει να χαστουκίσει τον Χαράλαμπο Τυπάλδο-Ιακωβάτο ενώ αντάλλαξε και γρονθοκοπήματα με τον αδελφό του τον Γεώργιο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, κατέληξε σε αποδοκιμασία της Βουλής για τον Βαλαωρίτη.
Στις επόμενες εκλογές, τον Μάιο του 1869, δεν θέλησε πλέον να θέσει υποψηφιότητα. Εγκαθίσταται στο νησάκι Μαδουρή. Εκεί θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του το 1879 . Ορόσημο στην τελευταία αυτή φάση του βίου του αποτελεί η περίοδος από το τέλος του 1871, όταν το Πανεπιστήμιο του αναθέτει τη σύνθεση ενός ποιήματος για τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄. Ήδη η κίνηση της ανάθεσης μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Η απαγγελία ωστόσο του ποιήματος «Αδριάς του αοίδιμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» λίγους μήνες μετά, την 25η Μαρτίου 1872, ταυτίζεται συμβολικά με τη στιγμή της επίσημης και πανελλήνιας αναγνώρισης του Βαλαωρίτη ως «εθνικού ποιητή».
Πώς μας θωρείς ακίνητος πού τρέχει ο λογισμός σου
Τα φτερωτά σου όνειρα Γιατί στο μέτωπο σου
Να μη φυτρώνουν γέροντα τόσες χρυσές αχτίδες
Όσες μας δίνει η όψη σου παρηγοριά κι ελπίδες;
Τα γνωρίσματα του ποιητικού του έργου ήταν: η ρητορικότητα, ο πραγματισμός, η αφηγηματικότητα, η ιστορική, εθνοκεντρική, πατριδολατρική και μεγαλοϊδεατική θεματική, η εμποτισμένη από το δημοτικό τραγούδι της ηπειρωτικής Ελλάδας γλώσσα.
Ο Βαλαωρίτης κρατάει φανερή απόσταση από το έργο και το πρότυπο του Σολωμού
Αν και έγραψε μάλιστα δύο ποιήματα στην μνήμη του. Η αντισολωμική στάση του Βαλαωρίτη δεν αποσκοπούσε παρά στη διεκδίκηση της θέσης του εθνικού ποιητή που οι άλλοι επτανήσιοι προόριζαν για τον Σολωμό.
Στην περίπτωση του Βαλαωρίτη ο τίτλος του «εθνικού ποιητή» δόθηκε, ίσως, διότι «αντλούσε σχεδόν αποκλειστικά τα θέματά του από τη νεώτερη ελληνική ιστορία και επειδή υπερασπίστηκε την εθνική ιδέα όχι μόνο με το λόγο του αλλά και εμπράκτως». Όμως με δεδομένο πως και άλλοι ποιητές και πεζογράφοι της εποχής του αντλούσαν από το ίδιο υλικό, η διάκριση αυτή του Βαλαωρίτη οφειλόταν
α) στη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποίησε –θελκτικό στοιχείο για το ακροατήριό του μα που άρμοζε και με το «ήθος και τη φωνή των διαφόρων ηρώων του»
β) στο πάθος και το τραγικό μεγαλείο με το οποίο πρόβαλε τους ήρωές του.
γ) στη συγκυρία που επέτεινε όλα αυτά κι έτσι ήταν επακόλουθο οι κριτικοί να επισημάνουν «διαρκώς θετικά», αυτά τα δεδομένα, «αναδεικνύοντας τον Βαλαωρίτη στον εγκυρότερο ποιητικό εκφραστή της Μεγάλης Ιδέας και της Μεγάλης Ελλάδας.
Γράμμα του Βαλαωρίτη προς τον Λασκαράτο
10 Φεβρ. 1872
Φίλε Λασκαράτε
Το Πανεπιστήμιον με προσεκάλεσεν επισήμως, να προσαγορεύσω δι’ ενός διθυράμβου κατά την 25η Μαρτίου τον Ανδριάντα του Πατριάρχου Γρηγορίου.
Εδέχθην την πρόσκλησιν και ελπίζω εις τον Θεόν να μην εντροπιάσω ούτε την μνήμην του μεγάλου της νεωτέρας Ελλάδος αθλητού, ούτε τους φίλους μου».
Απάντηση Λασκαράτου
27 Φεβρ. 1872
Φίλε Βαλαωρίτη
Σε συγχαίρω διά την Πανεπιστημονική πρόσκληση που έλαβες να προσαγορέψεις τον ανδριάντα του Γληγοράκη.
Δώσ’ του κι από μέρους μου τα γκαρδιακά χαιρετίσματά μου και πες του πως του εύχομαι να ξακολουθάη να φανατίζει τους όχλους, όσο ναν τους αποχτηνώση εξ ολοκλήρου, και ναν τους κάμη ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι είναι δίποδους γαϊδάρους».
Το έργο που άφησε ο Βαλαωρίτης είναι πολύ μεγάλο και σπουδαίο. Στα 1847 φοιτητής ακόμα, τυπώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του, ‘’Στιχουργήματα’’ . Το 1859 τυπώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, ‘’Μνημόσυνα’’ και το 1859 τη μεγάλη ποιητική του σύνθεση ‘’Η Κυρά Φροσύνη’’. Αυτά περιλαμβάνουν δεκάδες ποιήματα. Πραγματοποίησε και πολλές μεταφράσεις, όπως ποιήματα του Βίκτωρα ντε Λαπράντ (Victor de Laprade).
Ο Βαλαωρίτης μαζί με Κάλβο και το Λασκαράτο είναι οι εξωσολωμικοί ποιητές.
Η ποίησή του Βαλαωρίτη δέχθηκε τις επιρροές του Γαλλικού ρομαντισμού. Μέσα από τα ποιήματά του που τα περισσότερα έχουν σχέση με τον αγώνα, ήθελε να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα και την εθνική αυτογνωσία των Ελλήνων.
Εἰς τὴν μνήμην Διονυσίου Κόμητος Σολωμοῦ
Κοιμήσου… ἐγὼ τὸν ὕπνο σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δεν ἦλθα ἐδῶ στο μνῆμά σου οὔτ᾿ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ᾿ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου… χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζῶντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.
Ανδρέας Κάλβος
Ὦ φιλτάτη πατρίς,
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα!
Ανδρέας Κάλβος. Κοσμοπολίτης στο πνεύμα και στην αντίληψη. Επαναστάτης στην καρδιά. Σύγχρονος του Σολωμού.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και ζει εκεί τα πρώτα του χρόνια. Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκατέλειψε τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του.
Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου. Ο πρόωρος χωρισμός από τη μητέρα, που πεθαίνει το 1815, θα είναι οριστικός. Ο Κάλβος μόνο με τα μάτια της φαντασίας του θα την ξαναδεί. Μια τέτοια συνάντηση, ονειρική, περιγράφει λίγα χρόνια μετά στην ωδή «Εις θάνατον»:
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι Foscolo και Κάλβος καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας και των δύο, διαλύει τη φιλία τους.
Επιστρέφει στην Ιταλία το 1820 και την εγκαταλείπει οριστικά το 1821 διωγμένος από τις ιταλικές αρχές εξαιτίας της εμπλοκής του στο κίνημα των καρμπονάρων. Ήταν επαναστάτης.
Όσο ο Κάλβος κατηγορείται για επαναστατική δράση, έρχεται η «πoθητή ώρα». Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης. Τον βρίσκει μακριά μεν απ’ την πατρίδα, μετέωρο στην Ευρώπη, αλλά πολιτικά ενεργό επαναστάτη. Έως το 1826 ζει κυρίως στη Γενεύη και για ένα διάστημα στο Παρίσι, συνδέεται με το φιλελληνικό κίνημα και γράφει ελληνικά ποιήματα. Ένας αληθινός «φιλόπατρις» ο Κάλβος, μέσω της αντίθεσης δύο κυρίαρχων χαρακτηριστικών. Της φιλοπατρίας και της επαναστατικότητας. Γίνεται ένας πολιτικός ποιητής: Ο ποιητής της ελληνικής επανάστασης. Η περιγραφή, η εξύμνηση και ο σχολιασμός του εθνικού αγώνα βρίσκονται στο κέντρο του ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου του που αριθμεί, έκτος από την «Ελπίς πατρίδος», είκοσι ωδές: δέκα που απαρτίζουν τη Λύρα (Γενεύη, 1824) και δέκα ακόμα, συγκεντρωμένες στη δεύτερη συλλογή, που εκδίδεται το 1826 στο Παρίσι υπό τον τίτλο Λυρικά.
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826, πηγαίνει στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του απελευθερωμένου Ελληνικού Κράτους. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως λέγεται, «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams.
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του, το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης.
Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο, αλλά δεν μπορεί, ίσως, να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ’ ότι τους συμπατριώτες του.
Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή μια σημαντική διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του. Ο Ανδρέας Κάλβος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).
Ο Κάλβος μαζί με το Βαλαωρίτη και το Λασκαράτο είναι οι εξωσολωμικοί ποιητές
Ο Κάλβος είναι ο “διαμεσολαβητής” ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Αθηναϊκή λογοτεχνία, είναι μια ιδιαίτερη ποιητική μορφή αντλεί τα θέματά του απ ‘την ιστορική παράδοση της Επτανήσου και από τα γεγονότα του Αγώνα, η γλώσσα του είναι ιδιότυπη είναι ένα κράμα δημοτικής και λόγιων εκφράσεων. Η ποίησή του έχει αρκετές λυρικές εικόνες.
Πέθανε τις 3 Νοεμβρίου 1869
Η σορός του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως “Έτος Κάλβου”, έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στην Αθήνα και εν συνεχεία στη Ζάκυνθο.
Πρεσβευτής στην αγγλική πρωτεύουσα ήταν ο Γιώργος Σεφέρης.
Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος
σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ
τὸ χῶμα τὸ μακάριον
῾ποὺ σᾶς σκεπάζει.
Λορέντζος Μαβίλης
«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
Ποιητής και μεταφραστής, τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και μάλιστα του κερκυραϊκού κύκλου.
Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, υπηρετούσε ως δικαστικός. Ο παππούς του ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα. Η μητέρα του, Ιωάννα Σούφη, ήταν ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Μαβίλης τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Μονάχου και Φράιμπουργκ (1878-1890), όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικής φιλολογίας και αρχαιολογίας, ενώ μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων Καντ, Φίχτε και Σοπεγχάουερ. Το 1890 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν .
Ο Μαβίλης δεν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της δράσης. Φλογερός πατριώτης, συμμετείχε ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αγωνίστηκε ως επικεφαλής επαναστατικής ομάδας στην Κρήτη και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μετά την επάνοδό του στην Κέρκυρα έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του και ασχολήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα, που το θεωρούσε συνδεδεμένο με το εθνικό.
Το 1910 εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο λόγος του στη Βουλή ένα χρόνο αργότερα για το γλωσσικό ζήτημα, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι», υπερασπιζόμενος την ευγένεια της δημοτικής γλώσσας.
Η υπέρτατη θυσία του προς την πατρίδα θα έλθει στις 28 Νοεμβρίου του 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Λορέντζος Μαβίλης, συμμετέχοντας ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, θα πέσει ηρωικά μαχόμενος κατά των Τούρκων στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου. Ήταν μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας.
Ο Λορέντζος Μαβίλης υπήρξε ολιγογράφος σαν ποιητής. Διέπρεψε στο απαιτητικό είδος του σονέτου. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό.
Στα ποιήματά του, «Εις την Πατρίδα», «Πατρίδα», «Πλήρωμα Χρόνου», υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ εκφράζει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του στα ποιήματα «Λήθη», «Υπεράνθρωπος», «Ελιά», «Έρωτας και Θάνατος». Τονίζει την αγάπη προς τη μητέρα στα ποιήματα «Αμίλητα» και «Αφιέρωση» και την αξία της φιλίας «Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο». Υμνεί τον ιδανικό έρωτα στο «Ανάξιο», και «Ψυχοφίλημα», ενώ αφιερώνει ιδιαίτερα ποιήματα σε φίλους και συνεργάτες του. Η απαισιοδοξία του, που είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων του Σοπεγχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σονέτο του Φάληρο (Ιούνιος 1911), όπου για πρώτη φορά σε ελληνικό ποίημα αναφέρονται οι λέξεις αυτοκίνητο, σοφέρ και μπαρ, άγνωστες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα.
Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα.
Λήθη
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
………………………………………………….
Γεράσιμος Μαρκοράς
Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Επτανησιακής Σχολής, των τεχνών και των γραμμάτων. Ο ποιητής του περίφημου «Όρκου», ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και ένας από τους ανθρώπους τους οποίους αγωνίστηκαν όσο λίγοι ώστε τα Επτάνησα να ενωθούν με την Ελλάδα.
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1826. Η οικογένειά του ήταν μία από τις παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας, ιταλικής καταγωγής. Γιος του Κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας Βλασσοπούλου.
Ήταν , μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ανήκει στους «σολωμικούς ποιητές» της λεγόμενης «Επτανησιακής σχολής».
Έλαβε τη Γυμνασιακή του εκπαίδευση στην Κέρκυρα. Σε ηλικία 23 ετών έφυγε για την Ιταλία και σπούδασε νομικά. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία απ’ όπου αποφοίτησε και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα.
Παρά τις σπουδές του στα νομικά, αφιερώθηκε στην ποίηση. Το 1864 έγγραψε τον Ελληνικό Βασιλικό ύμνο τον οποίο μελοποίησε ο Νικόλαος Μάντζαρος. Το 1875 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο «Όρκος» και το 1890 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ποιητικά Έργα», στην οποία περιλαμβανόταν και ο «Όρκος». Το 1898 ακολουθεί η συλλογή του «Μικρά Ταξείδια».
Επηρεασμένος από το διδάσκαλο του, στα ποιήματά του υπήρξε μελωδικός, αφηγηματικός και επιδέξιος χειριστής της δημοτικής. Ήταν φυσιολάτρης και πατριδολάτρης, κάτι που επηρέασε έντονα την ποίησή του. Μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επιβολή της δημοτικής και στην αναγέννηση των νεοελληνικών γραμμάτων.
Πέθανε στην Κέρκυρα στις 28 Αυγούστου του 1911.
Ο Όρκος
του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866 και την ηρωική ανατίναξη της μονής του Αρκαδίου.
Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο.
Πλέει το καράβι αδιάκοπα, κι η Πούλια ωστόσο δείχτει,
Στον ουρανό αρμενίζοντας, πως είναι μεσονύχτι.
……………………………………………………………….
Αν στο ροδάτο μάγουλο σιγά-σιγά τ’ αέρι
Μιαν άκρη από τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά της φέρει
τ’ αγαπημένου το φιλί πώς αγρικάει παντέχει,
Και νέα σε κάθε φλέβα της γλυκάδα ουράνια τρέχει.
Ιάκωβος Πολυλάς
Γεννήθηκε 13 Οκτωβρίου 1825 στην Κέρκυρα και πέθανε 5 Αυγούστου 1896.
Ήταν Επτανήσιος συγγραφέας και κριτικός, διάσημος μαθητής και εκδότης του έργου του Σολωμού. Το λογοτεχνικό του έργο, ποιητικό και πεζογραφικό, είναι μικρής έκτασης. Έκανε επίσης μεταφράσεις αλλά είναι πιο γνωστός για τα κριτικά του έργα.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, από ευγενή οικογένεια με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση, όπως άρμοζε σε έναν ευγενή, αλλά το πιο αποφασιστικό γεγονός για την εξέλιξή του ήταν η γνωριμία του με τον Σολωμό.
Η μεγάλη αυτή φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων, που χάρισε η Κέρκυρα στην ελληνική παιδεία, με την παρουσία του, έχει δώσει μια ξεχωριστή αίγλη και έναν σημαντικό προορισμό στον καθορισμό των ελληνικών γραμμάτων. Δίκαια έχει αναγνωριστεί σαν ο ιδρυτής της Επτανησιακής Σχολής, αυτού του πνευματικού σχήματος που καθόρισε την πορεία της ελληνικής γλώσσας.
Η μεγάλη του μόρφωση αλλά και η συμμετοχή του στον σολωμικό κύκλο μαζί με τους Στέλιο και Γεράσιμο Μαρκορά, Ιούλιο Τυπάλδο, Κάρολο Μάνεση και άλλους θα σημαδέψει σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα πνευματική του πορεία. Αποτελούν την ομάδα των «σολωμικών ποιητών» της Επτανησιακής Σχολής.
Παντρεύεται την Αιμιλία Σορδίνα, η οποία σύντομα αρρωσταίνει και το 1851 μεταβαίνουν στην Ιταλία για θεραπεία. Εκεί ο Πολυλάς συνεχίζει τη μελέτη του σε ξένες φιλολογίες και αρχαιοελληνικά κείμενα. Το 1853 επιστρέφει για λίγο καιρό στην Κέρκυρα και ο Σολωμός – ιδιόρρυθμος και μονήρης τύπος- τον αντιμετωπίζει με ψυχρότητα, κάτι που πικραίνει τον Πολυλά. Το 1854 η σύζυγός του πεθαίνει και εκείνος επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα.
Όταν το 1857 ο Σολωμός πεθαίνει, ο Πολυλάς εκφωνεί τον επικήδειο λόγο. Από τότε ως το 1859 αφοσιώνεται στη συγκέντρωση και έκδοση των χειρογράφων του “δασκάλου” έργο ιδιαίτερα δύσκολο.
Ο Πολυλάς ήταν υποστηρικτής της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Το 1862 ίδρυσε τον πολιτικό σύλλογο «Αναγέννησις» και εξέδιδε ομώνυμη εφημερίδα.
Εξελέγη τέσσερις φορές βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την Ριζοσπαστική παράταξη του Χαρ. Τρικούπη. Το 1884 στράφηκε για λίγο προς την παράταξη του Δηλιγιάννη αλλά το 1890 προσέγγισε ξανά την τρικουπική ριζοσπαστική παράταξη. Το 1892 εγκατέλειψε οριστικά την πολιτική. Πέθανε στις 25 Ιουλίου (5 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) του 1896.
«Ωδή. Εις τον θάνατον Διονυσίου Σολωμού»
Ελλάς, τα μαύρα φόρεσε
και κλίνε το κεφάλι!
Το κάλλιο απ’ τα τέκνα σου
στου τάφου την αγκάλη
τ’ άψυχο σώμ’ ανάπαψε,
…………………………………