Μεγάλη Πολιτιστική Εκδήλωση στον Καναδά
Κεφαλλήνες του Καναδά & Ελληνική Κοινότητα
ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Μεγάλη Πολιτιστική Εκδήλωση
Προσκεκλημένος Ομιλητής ο Καθηγητής
ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΝΩΛΑΤΟΣ
Η Αδελφότητα Κεφαλλήνων του Καναδά ο Αίνος, σε συνεργασία με το Λογοτεχνικό Τμήμα του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ υπό τη διεύθυνση του επτανήσιου καθηγητή Δρα Νικόλαου Μεταλλινού παρουσίασε την πολιτιστική εκδήλωση, «οι Σύγχρονοι Έλληνες Βραβευμένοι Ποιητές». Η εκδήλωση έγινε το Σάββατο, 25 Απριλίου στην μεγάλη αίθουσα της Αδελφότητας Κεφαλλήνων, στο Μόντρεαλ.
Προσκεκλημένος ομιλητής ήταν, ο συμπολίτης μας από τη Σάμη, καθηγητής πανεπιστημίου κύριος Γαβριήλ Μανωλάτος, βραβευμένος από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδος. Ο κύριος Μανωλάτος, παρουσίασε τη ζωή και το έργο των τριών πολυβραβευμένων ποιητών μας, Γιώργου Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσου.
Στη συνέχεια, η ομάδα του θεατρικού τμήματος Ελληνικού Πολιτιστικού Ιδρύματος της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ απήγγειλαν αποσπάσματα από τα έργα των τριών δημιουργών και ακούστηκε μουσική από τα μελοποιημένα έργα των τριών ποιητών, καθώς επίσης και απαγγελίες ποιημάτων με τη φωνή των ίδιων των δημιουργών.
Η πνευματική και πολιτιστική αυτή εκδήλωση, οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και είχε μεγάλη επιτυχία, απευθυνόταν σε όλους τους έλληνες της παροικίας του Μόντρεαλ.
Παρέστησαν ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ κύριος Νικόλαος Παγώνης, παράγοντες της ελληνικής παροικίας και πλήθος κόσμου.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ
Παιδί όταν ήμουν, σε τάξη του δημοτικού, ένα ποίημα μου είχε κάμει μεγάλη εντύπωση και το θαύμαζα. Το σιγομουρμούριζα πολλές φορές και μου είχε γίνει σαν έμμονη ιδέα. Σήμερα, με γνώσεις πολύ περισσότερες από αυτές του δημοτικού, με εμπειρία τεράστια σε πολλά θέματα και αρκετές εξειδικεύσεις, εξακολουθώ να έχω την ίδια αγάπη σ’ αυτό το ποίημα, να συγκινούμαι εξίσου με τότε, και να το θεωρώ ως το καλύτερο και πληρέστερο ίσως, που έχει γραφεί στην νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους. Εάν ο Σεφέρης ο Ελύτης και ο Ρίτσος που θα σας μιλήσω σήμερα είναι βουνά της ποίησης, ο Διονύσιος Σολωμός είναι το βουνό ο Όλυμπος. Και το ποίημα του που αναφέρομαι είναι:
Η ΚΑΤΑΣΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γινωμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη
Έξι μόνο στοίχοι που περιέχουν όμως όλο τον αγώνα της απελευθέρωσης της Ελλάδας και όχι μόνο την καταστροφή των Ψαρών. Γιατί αυτό που έγινε στα Ψαρά έχει γίνει πολλές φορές σε πολλά μέρη της αγωνιζόμενης Ελλάδας. Όλη η αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν Ψαρά.
Αυτό σαν εισαγωγή και σαν φόρο τιμής στον μεγάλο εθνικό μας ποιητή το Διονύσιο Σολωμό.
Α΄ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Η Λυπημένη
Στην πέτρα της υπομονής
Κάθισες προς το βράδυ
Με του ματιού σου το μαυράδι
Δείχνοντας πως πονείς
…………………………………………………………..
Μα της καρδιάς σου ο Σπαραγμός
Δε βόγκηξε κι εγίνει
Το νόημα που στον κόσμο δίνει
Έναστρος ουρανό
(Απόσπασμα από το ποίημα του Σεφέρη «Η Λυπημένη»)
Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και από τους δύο μοναδικούς έλληνες που βραβεύθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Σεφέρης, έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης καριέρας. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας το πήρε, το 1963 «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες». Έτσι αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας που του έδωσε το βραβείο. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του ’30».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Ο πατέρας Σεφεριάδης, ήταν παράγοντας της Σμύρνης και άνθρωπος με λογοτεχνικές ανησυχίες -. υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και εξελέγη πρύτανης το 1933. Συγγραφέας με πλουσιότατο επιστημονικό έργο και διπλωμάτης.
Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Στα χρόνια των σπουδών του, στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα.
Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), και ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948.
Το1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, παντρεύεται τη Μαρώ Ζάννου. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Αργότερα διορίζεται πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962) όπου και συνταξιοδοτείται.
Έτσι, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971.
Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της αντιδικτατορικής δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
«Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες».
(Δήλωση, που ανήκει στο Σεφέρη).
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε από το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή (41 σελίδες) η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές αλλά και πολύ αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα…
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου…
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.
(Στοίχοι από τη συλλογή «Στροφή»)
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
(Απόσπασμα από τη συλλογή «Μυθιστόρημα»)
Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963.
Από το Νόμπελ μέχρι το θάνατό του
Η επίσημη απονομή έγινε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη.
Σύμφωνα με τα αρχεία της επιτροπής, ο Σεφέρης προτάθηκε επίσημα το 1963, ενώ είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους. Ο Σεφέρης επικράτησε στην τελική ψηφοφορία του Άγγλου ποιητή Ουίσταν Ώντεν και του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος βραβεύτηκε, τελικά, με το ίδιο βραβείο το 1971. Ο γραμματέας της επιτροπής βράβευσης, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Το 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον.
Το 1968 τον προσεγγίζει ο Μίκης Θεοδωράκης και του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο.
Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον και στη Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης.
Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας: μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C, το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και τη Ντόιτσε Βέλε της Γερμανίας. Γι’ αυτόν το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. Στην τρισέλιδη επιστολή που του έστειλε ο Πιπινέλης, πρωθυπουργός της χούντας, δικαιολογείτο επειδή η δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα. Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα
Όταν έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα, η περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC ήταν η εξής μεταξύ άλλων:
«Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά».
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Αρκετοί συνθέτες έχουν μελοποιήσει ποιήματά του Σεφέρη, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, , Θάνος Μικρούτσικος, Τζον Τάβενερ κ.α.
Άρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
Απόσπασμα από τραγούδι «Άρνηση»
Β΄ Οδυσσέας Ελύτης
Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις Ο.Ε
(Προσθέτω εγώ, …που σημαίνει, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει)
Οδυσσέας Ελύτης, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής.
Νεανικά χρόνια: Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Λέσβο. Εγκαταστάθηκαν στo Ηράκλειο της Κρήτης από το 1895, όταν ο πατέρας Αλεπουδέλλης ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας.
Το 1914, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες.
Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 ενώ ήταν στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.
Όπως ο ίδιος ομολογεί, πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, ξοδεύοντας όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής.
Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία.
Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από τη χημεία και το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
Νέα Γράμματα: Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό «Νέα Γράμματα». Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης της παρέα του περιοδικού «Νέα Γράμματα» στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα. Τα τύπωσαν όμως κρυφά και τα παρουσίασαν αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους. Ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης. (από έλληνας, ελπίδα. Ελευθερία, Ελένη…)
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα.
Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο» για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία.
Ο Ελύτης, υπήρξε διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), συνεργάτης του BBC. Υπηρέτησε επίσης και σε πολλά άλλα πόστα, όπου ανέδειξε την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Ευρώπη: Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, (Τεριάδη) που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους μεταξύ των οποίων και τον Πικάσο, που για το έργο του, έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του Πικασό το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό».
Επιστροφή στην Ελλάδα: Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό».
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει (διότι στο ορατόριο υπήρχαν τα μπουζούκια και θεωρήθηκε προσβλητικό). Ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.
To 1965 του απονεμήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε.
Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.
Το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το “Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας” που είχε θεσπίσει η δικτατορία.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 – 1977).
Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική.
Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκό.
Βραβείο Νομπέλ: Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρονται τα εξής: “για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία“.
Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νομπέλ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο “Έδρα Ελύτη”, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Έργο: Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: “από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος”.
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία.
Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε και η δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Μαρωνίτης και ο Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ’
ΤΑ ΠΑΘΗ |
Α’
………………………………………. Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Γ΄ Γιάννης Ρίτσος Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, — εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει Γιάννης Ρίτσος Ο Γιάννης Ρίτσος Κορυφαίος έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Άνηκε στο ΚΚΕ όπου ήταν ενεργό μέλος. Τεράστιο σε ποσότητα και πολύ σημαντικό σε ποιότητα είναι το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού. Ο Ρίτσος που νόσησε από φυματίωση ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Ο Ρίτσος, στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις. Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην ΕΔΑ. Κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, εξορίστηκε και πάλι, στη Γυάρο, αρχικά, και κατόπιν, στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας, στη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος, έγινε πολύ γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις. Ρωμιοσύνη Όταν σφίγγουν το χέρι, ὁ ήλιος είναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο Νεανικά χρόνια Ὁ πατέρας του ήταν κτηματίας, αλλά έχασε την περιουσία του και πολύ νωρίς ὁ ποιητής δυστύχησε οικονομικά. .Η ζωή του Ρίτσου, κατά την παιδική του ηλικία, στη Μονεμβασία, ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια. Ο Ρίτσος, από τη μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, καθώς ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του, του υποστηρίζει απόλυτα αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα, τον γράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων. Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος, στη γωνία, τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε: «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας του αριθμούς.» Ἡ ζωή του ποιητή υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Σίγουρα όλη αυτή ἡ ένταση, επηρέασε την ποίησή του. Σε ηλικία 12 ετών άρχισε να γράφει στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων». Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα τῆς «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες εργάστηκε ως χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο (1930) αφού φοίτησε στη σχολή Μοριάνοφ. Επίσης, ὁ Ρίτσος ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις, είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Οι εφημερίδες, δημοσίευσαν φωτογραφία που αποτυπώνεται η σορός του δολοφονημένου Τάσου Τούση, με τη μητέρα του να σπαράζει από πάνω του. Η φωτογραφία ενέπνευσε τον ποιητή. Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο «Ριζοσπάστης», στις 12 Μάη του 1936, τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:
Ο Επιτάφιος Η εικόνα που ενέπνευσε τον ποιητή Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω; ………………….. Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα, Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση, Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν, μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ι. Μεταξά, στις 4 Αυγούστου 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό. Το 1937 εκδόθηκε «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1954 ὁ Ρίτσος παντρεύεται με τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι μία ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Για τη γέννηση της κόρης του Έρης, γράφει το Πρωινό Άστρο 1955. Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω Κοιμήσου, τα φαναράκια των κρίνων Να μεγαλώσεις γρήγορα να σου φέγγουν τον ύπνο σου. Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι, κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό. Κοιμήσου. Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις. Είναι μακρύς μακρύς, μακρύς ο δρόμος. Το 1956 τιμήθηκε με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγράφεις και νομπελίστες. Δεν το έδωσαν. Οι λόγοι είναι αυτονόητοι. Η πολιτική του δραστηριότητα. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διακρίθηκε όμως και με πολλά ξένα βραβεία. «Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης» Βέλγιο 1972, διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ» Βουλγαρία 1975, μέγα βραβείο ποίησης «Αλφρὲ ντε Βινύ» Γαλλία 1975, διεθνές βραβείο «Αἴτνα-Ταορμίνα» Ιταλία 1976, «βραβείο Λένιν για την ειρήνη» ΕΣΣΔ 1977, διεθνές βραβείο «Μποντέλο» (1978). Ποιος είναι λοιπόν ὁ Ρίτσος; Ὁ βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ὁ «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ὁ αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ᾿ ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ὁ ερωτικός, που σκιρτά σ᾿ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ὁ ασκητής που «απωθεί» και «θολώνεται»; Ή μήπως ὁ φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο; Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ὁ ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης. Ὁ Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήρθε σ᾿ όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύτηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μεγαλύτερες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας. Ρωμιοσύνη Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
|