Κτισμένη κληρονομιά – Με αφορμή την Διεθνή Ημέρα των Μνημείων και Τοποθεσιών (18 Απριλίου)
Ηλίας Μπεριάτος
Καθηγητής χωροταξικού-περιβαλλοντικού σχεδιασμού Παν. Θεσσαλίας
Σε μια χώρα κυριολεκτικά διάσπαρτη από μια τόσο αξιόλογη μνημειακή κληρονομιά, όλων των εποχών και περιόδων, όπως η Ελλάδα, η Διεθνής Ημέρα Μνημείων και Τοποθεσιών (18η Απριλίου κάθε χρόνου) έχει αναμφισβήτητα ένα ιδιαίτερο νόημα.
Πέρα από τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, το μείζον πρόβλημα στις μέρες μας είναι η χάραξη και κυρίως η εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης δημόσιας πολιτικής από τα αρμόδια όργανα και φορείς της πολιτείας. Και αυτό, γιατί σε περίοδο κρίσης, η φροντίδα για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον βρίσκεται δυστυχώς αντιμέτωπη με οικονομικά αιτήματα και προτεραιότητες. Αν και η έλλειψη χρηματικών πόρων δεν είναι πάντα η αιτία για την απουσία πολιτικής και προγραμμάτων δράσης για την προστασία της φυσικής και την πολιτιστικής κληρονομιάς.
Από την άλλη πλευρά, η φιλοσοφία και η πολιτική της διατήρησης, προστασίας, και ανάδειξης των μνημείων και γενικά της κτισμένης κληρονομιάς ενός τόπου ή μιας χώρας, είναι κάτι σχετικό, που αλλάζει κάθε φορά μαζί με τις επικρατούσες αντιλήψεις, την κουλτούρα και το εκάστοτε σύστημα αξιών. Και το οποίο, σήμερα, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο επικεντρώνεται στη ποσοτική όψη της ευημερίας, στην οικονομική μεγέθυνση και την παραγωγή αγαθών μιας χρήσης .
Με δεδομένα τα παραπάνω, το επιχείρημα που συνήθως προτάσσεται (ως ένας άλλος σύγχρονος μύθος), για να πείσει τους κάθε λογής ιθύνοντες για την ανάγκη προστασίας της κληρονομιάς, είναι ότι η φροντίδα για τα μνημεία, με τη διαμεσολάβηση του τουρισμού, αποβαίνει επωφελής για την τοπική και εθνική οικονομία. Αυτό, αποτελεί κατ’ αρχήν μια πραγματικότητα αφού βασικός πόρος του τουρισμού ενός τόπου είναι και η πολιτιστική κληρονομιά του. Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι εξ υπαρχής ο στόχος (και μάλιστα ο κύριος) της προστασίας της κληρονομιάς, αλλά η συνέπεια και το αποτέλεσμα αυτής. Διότι διαφορετικά οδηγούμαστε σε μια αντίληψη άκρατης εμπορευματοποίησης των πολιτιστικών αγαθών, που ακυρώνει κάθε ρητορική σχετικά με την αυθύπαρκτη αξία τους και την αναγκαιότητα διατήρησης τους, η οποία -κατά κάποιο τρόπο- αποτελεί έναν αυτοσκοπό και ένα χρέος των σημερινών διαχειριστών απέναντι στις γενιές που τα δημιούργησαν.
Περισσότερο όμως σημαντική και από τις οικονομικές αναγκαιότητες και σκοπιμότητες, είναι η ένταξη της κτισμένης κληρονομιάς και των μνημείων στην καθημερινότητα και στη διαδικασία αναβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων μιας πόλης ή μιας περιοχής και γενικότερα η ένταξη τους στη σύγχρονο κοινωνικό, και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Γιατί τα ακίνητα μνημεία μετασχηματίζονται σε κοινωνικά και πολιτιστικά αγαθά, που απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες, κυρίως μέσα από την επιστημονικά ενδεδειγμένη και ταυτόχρονα μη κερδοσκοπική χρήση τους.
Εξίσου σημαντική όμως είναι και η καθοριστική συμβολή της κτισμένης κληρονομιάς στη δημιουργία αυτού που ονομάζουμε ιστορική φυσιογνωμία ή ταυτότητα του τόπου που – εκτός από «παράπλευρα» τουριστικά και οικονομικά οφέλη- ενδυναμώνει τη τοπική και περιφερειακή συνείδηση, δηλαδή την αναγκαία και πολύτιμη -για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη- αίσθηση του «ανήκειν» σε μια ξεχωριστή ανθρωπογεωγραφική οντότητα, μια πατρίδα.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην παράλληλη διαδικασία παραγωγής νέων έργων και κατασκευών, δηλαδή των κελυφών του σύγχρονου δομημένου περιβάλλοντος, που θα αποτελέσουν την μνημειακή κληρονομιά του άμεσου και του απώτερου μέλλοντος. Γιατί, παραφράζοντας τον Ζ-Π Σαρτρ, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι «ο πολιτισμός δεν σώζεται (μόνο), δημιουργείται (επίσης) »
Για να επιτευχθούν όμως οι παραπάνω ποιοτικοί στόχοι, όπως το επιδιώκουν όλες οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις, είναι απαραίτητο, η προστασία και διατήρηση της κτισμένης κληρονομιάς (αρχιτεκτονικής, αρχαιολογικής, βιομηχανικής κλπ) να αποτελέσει οργανικό και αναπόσπαστο στοιχείο μιας ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής πολιτικής και ενός αποτελεσματικού πολεοδομικού – χωροταξικού σχεδιασμού. Ωστόσο, αποτελεί κοινή διαπίστωση, ότι παρά τις επίπονες προσπάθειες ετών από αξιόλογους ανθρώπους και φορείς και παρά τα υφιστάμενα θεσμικά και χρηματοδοτικά μέσα, η υπόθεση αυτή, παραμένει ακόμα ένα ζητούμενο για την πολιτική προστασίας της κληρονομιάς στην σημερινή Ελλάδα.