Δεν άρεσε η ομιλία του Ηλία Τουμασάτου στον Μητροπολίτη.
Είχα επισημάνει σε γραφτό μου ότι ο Μητροπολίτης δεν ήρθε στην παρέλαση. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση τι συνέβη. Προσέξτε.
Τον πανηγυρικό στην Μητρόπολη κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1821, διάβασε ο Ηλίας Τουμαζάτος. Κάποιες ιστορικές επισημάνσεις από το γραπτό του δεν άρεσαν στο Μητροπολίτη. Έτσι δημιουργήθηκε ένταση. Στην ομιλία του παρέμεινα λίγα λεπτά μόνο. Μετά έφυγα κι έτσι δεν ήμουν εκεί στο επεισόδιο.
Διαβάστε το κείμενο.
Λοιπόν, αυτό είναι κατά λέξη, όπως εκφωνήθηκε, το κείμενο που προκάλεσε τόση συζήτηση και αντιδράσεις, ιδίως σε εκείνους που δεν το άκουσαν και δεν το διάβασαν. Περιέκοψα, για λόγους χρόνου και μόνον από 7 σελίδες σε 4 το παλαιότερο κείμενο χωρίς να αλλάξω κάτι στη διατύπωση. Δεν νομίζω ότι το κείμενο προσβάλλει κανέναν, ούτε αναφέρει κάτι από αυτά που του καταμαρτυρούν. Ασφαλώς και όποιος εκφράζεται δημόσια οφείλει να δέχεται την κριτική, από όλους, όχι μόνο από τους ειδικούς. Όλα τα άλλα, ούτε με αφορούν, ούτε με αγγίζουν. Δεν μπορούμε, ούτε είναι απαραίτητο να αρέσουμε σε όλους. Feci quod potui, faciant meliora potentes. Καλή καρδιά!
Ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα του «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» αναφέρει:
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά σιγά βουλιάζει
Έτσι και τις εθνικές μας γιορτές, τις έχουμε «φορτώσει» με πομπώδη επίθετα σε υπερθετικό βαθμό, με λόγους πανηγυρικούς, με «αληθινές» και «αυθεντικές» ερμηνείες, γενικεύσεις, βεβαιότητες, στερεότυπα, σε σημείο που τα μηνύματα που μας στέλνουν τα ιστορικά γεγονότα καταλήγουν να βουλιάζουν σιγά σιγά στο πέλαγος της λήθης. Γι’ αυτό, με την άδειά σας, θα ήθελα να σας μιλήσω απλά, χωρίς πανηγυρικούς τόνους και επιθετικούς προσδιορισμούς. Αυτές οι μέρες άλλωστε δεν χρειάζονται ούτε πανηγυρισμούς, ούτε μοιρολόγια. Χρειάζονται στοχασμό και πολλή δουλειά.
Το πρώτο, ίσως, ερώτημα, που θα μας ερχόταν στο μυαλό σε μια τέτοια διαδικασία είναι «ποιοι επαναστάτησαν το 1821;». Η αυτονόητη απάντηση «οι Έλληνες» ταυτοχρόνως μας λέει λίγα και πολλά. Ποιοι Έλληνες επαναστάτησαν; Για να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ελληνισμός εκείνη την εποχή. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον ελληνισμό των αρχών του 19ου αιώνα με έναν «γαλαξία» με πολλούς αστερισμούς, πολλά κέντρα με μεγάλη γεωγραφική διασπορά, εντός και εκτός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να δούμε με συντομία πρώτα ποιες είναι οι επιμέρους ομάδες που συγκροτούν τον ελληνισμό.
Στους επιμέρους αστερισμούς του ελληνικού γαλαξία θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τους εξής:
(α) Ο κατεξοχήν αγροτικός πληθυσμός των περιοχών που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και καταπιέζεται από την αυταρχικότητα και τη βιαιότητα της εξουσίας, από την υπερφορολόγηση και την στέρηση θεμελιωδών ελευθεριών. Είναι η βάση από την οποία αντλεί το δυναμικό της κάθε επανάσταση αλλά και η βάση που πληρώνει τον μεγαλύτερο φόρο αίματος.
(β) Αποφασιστικό ρόλο στην ελληνική επανάσταση όμως διαδραματίζει και η αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη. Πρόκειται για τους Έλληνες εκείνους που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και στις θαλάσσιες μεταφορές και που αποκτούν σταδιακά μεγάλη οικονομική δύναμη. Το απολυταρχικό Οθωμανικό κράτος, που δεν ενδιαφέρεται για την οικονομική ανάπτυξη ούτε για την ασφάλεια των μεταφορών αλλά αντίθετα επιβάλλει βαρύτατους φόρους και περιορισμούς συνιστά σοβαρό εμπόδιο. Η Επανάσταση λοιπόν είναι και μία επανάσταση της ελληνικής αστικής τάξης, χωρίς τα κεφάλαια της οποίας είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
(γ) Ένας τρίτος παράγοντας είναι το κομμάτι εκείνο του ελληνισμού που σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο, κατέχει κάποιας μορφής εξουσία, τυπική ή άτυπη εντός του Οθωμανικού κράτους. Έλληνες οι οποίοι στελεχώνουν την κεντρική οθωμανική κρατική μηχανή, οι επονομαζόμενοι Φαναριώτες ή συμμετέχουν με διάφορους τρόπους στον αυτοδιοικητικό μηχανισμό των ελληνικών κοινοτήτων, οι επονομαζόμενοι πρόκριτοι, αλλά και όσοι κατέχουν ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα.. Συχνά εκπρόσωποι της ομάδας αυτής, βάζοντας μπροστά το συμφέρον της δικής τους ομάδας από το εθνικό βρίσκονται σε αντίθεση με την Επανάσταση, ωστόσο σε κάθε περίπτωση διεκδικούν ρόλο στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, ενώ δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος των τοπικών κοινοτήτων ως κυττάρων οργάνωσης του υπόδουλου ελληνισμού.
(δ) Οι στρατιωτικοί ηγέτες του αγώνα, προερχόμενοι είτε από τους Έλληνες της διασποράς είτε από τις ιδιότυπες ομάδες των αρματολών και των κλεφτών, που είχαν δημιουργήσει μικρές άτυπες «επικράτειες» στον οθωμανοκρατούμενο ελληνισμό θα ηγηθούν των στρατιωτικών επιχειρήσεων, θα πρωταγωνιστήσουν με αποτελεσματικότητα στα πεδία των μαχών και θα διεκδικήσουν στην πορεία της επανάστασης ρόλο στη διαχείριση της εξουσίας.
(ε) Σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση διαδραματίζουν και οι πνευματικοί άνθρωποι που μεταφέρουν με τα κείμενα και τις μεταφράσεις τους στον ελληνικό χώρο τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο, το αίτημα για αναγνώριση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη μέσω της θέσπισης συνταγματικών κειμένων, αλλά και για διάδοση της παιδείας στο σύνολο του πληθυσμού, η διεκδίκηση της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης, όλο εκείνο το υπόβαθρο που αποτέλεσε το θεμέλιο Επαναστάσεων και κινημάτων σε όλη την Ευρώπη με προεξάρχουσα τη Γαλλική Επανάσταση, μεταλαμπαδεύτηκαν στον ελληνικό χώρο και συναντήθηκαν με το αίτημα των Ελλήνων και των άλλων υπόδουλων λαών της Βαλκανικής: την αποτίναξη της ανελεύθερης, απολυταρχικής και αναχρονιστικής Οθωμανικής εξουσίας.
(ε) Αυτή η μετακένωση των ιδεών του Διαφωτισμού προετοιμάστηκε, διευκολύνθηκε και ενισχύθηκε από το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού που είχε διαφορετική ιστορική μοίρα από τον τουρκοκρατούμενο. Ο ιόνιος ελληνισμός, που συμμετέχει στον εθνικό αγώνα, και επιπλέον εντός του γεννιέται το ριζοσπαστικό κίνημα, που θα συνεχίσει το όραμα του Ρήγα για ένωση όλων των Ελλήνων και των λαών της Βαλκανικής σε συνδυασμό με κοινωνικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις: ένα περιβάλλον ελευθερίας και δημοκρατίας.
Όλες οι ομάδες αυτές συγκροτούν τη δυναμική του πολυσυλλεκτικού ελληνικού χώρου, αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με εξωτερικούς παράγοντες στην οργάνωση και την εξέλιξη της επανάστασης, αλλά συχνότατα έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους σε θέματα που αφορούν στη διαχείριση της εξουσίας. Όταν οι επαναστατημένοι Έλληνες καλούνται να γίνουν η εξουσία στη θέση της εξουσίας που πάλεψαν να ανατρέψουν, τα συμφέροντα των επιμέρους ομάδων θα υπερκεράσουν το κοινό συμφέρον του έθνους, με καταστροφικά αποτελέσματα για την εθνική υπόθεση.
Ενάντια σε ποιον όμως εξεγείρονται οι Έλληνες; Ο ελληνικός γαλαξίας έχει δημιουργήσει, όπως είδαμε, μία διοικητική, πνευματική, και κυρίως οικονομική δυναμική που λειτουργεί παράλληλα με την πολιτειακή εξουσία στην περιοχή της Βαλκανικής, τον «μεγάλο ασθενή», την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η εξουσία είναι ο αντίπαλος των Ελλήνων – η επανάσταση δεν στρέφεται ενάντια σ’ ένα άλλο έθνος αλλά σε μία ανελεύθερη και καταπιεστική εξουσία – και σε τούτο μοιάζει με τα υπόλοιπα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης. Από αυτή την καταπιεστική εξουσία αγωνίζονται οι Έλληνες να χειραφετηθούν πολιτειακά αλλά και οικονομικά.
Αυτή η Επανάσταση, συγγενική προς τα κινήματα που ξεσπούν ή επωάζονται την ίδια περίοδο τόσο στη Βαλκανική όσο και στη Δυτική Ευρώπη, είναι φυσικό να γνωρίζει διεθνή αντίκτυπο. Ήταν μια Επανάσταση που στρεφόταν κατά της απολυταρχίας, κατά της εξουσίας, και μάλιστα έξι χρόνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μετά την ήττα του Ναπολέοντα επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα αδιατάρακτο status quo, καταπνίγοντας κάθε κίνημα που θα επιχειρούσε, όπως είχε κάνει η Γαλλική Επανάσταση, να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση. Ήταν φυσικό λοιπόν η Επανάσταση να προκαλέσει δυσαρέσκεια στις εξουσίες και τις ελίτ της Ευρώπης. Αυτό που καθόρισε τη στάση των εξουσιών των ισχυρών της Ευρώπης (της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας) ήταν τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους στην περιοχή. Το πώς δηλαδή θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ή να χειραγωγήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες προκειμένου να αποκτήσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για τις επιχειρήσεις τους στο νευραλγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου την ώρα που η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εγκλωβισμένη σε ένα ανατολικού τύπου φεουδαρχικό σύστημα έδειχνε ότι ήταν νομοτελειακά αδύνατο να προσαρμοστεί σε μια καπιταλιστικού τύπου οικονομία.
Οι Έλληνες αναζητούσαν από δεκαετίες πριν την Επανάσταση συμμάχους, πιστεύοντας μάταια ότι τα χριστιανικά έθνη της Δύσης ή το επίσης ομόθρησκο «ξανθό γένος» των Ρώσων θα προσέφεραν τη στήριξή τους στον αγώνα. Στην εξωτερική πολιτική, ωστόσο, δεν υπάρχουν «φιλίες» και δεδομένες συμμαχίες
Για τις ευρωπαϊκές εξουσίες η επανάσταση ήταν ένας ενοχλητικός ξεσηκωμός που, υπό την πίεση των οικονομικών τους ελίτ μεταβλήθηκε σε αξιοποιήσιμο πολιορκητικό κριό στον ανταγωνισμό τους για τον διαμερισμό των ιματίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τους λαούς της Ευρώπης αυτή η Επανάσταση είχε άλλου είδους εμβέλεια. Ήταν μια ελπίδα ότι η φλόγα της Γαλλικής Επανάστασης σιγά σιγά μεταλαμπαδευόταν σε όλη την Ευρώπη. Ότι οι καταπιεσμένοι λαοί, ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος, στρέφονται ενάντια στην εξουσία και επιχειρούν να διαχειριστούν τις τύχες τους. Το μεγάλο κύμα του φιλελληνισμού που γιγαντώνεται με την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης περιλαμβάνει ασφαλώς πολλές περιπτώσεις ανθρώπων: Από ρομαντικούς λάτρεις της ελληνικής ομορφιάς και του αρχαίου πνεύματος, μέχρι κοινωνικούς αγωνιστές που βλέπουν στην Επανάσταση των Ελλήνων ένα παράδειγμα προς μίμηση. Ίσως η Ελληνική Επανάσταση ήταν η επιβεβαίωση της ελπίδας ότι οι λαοί μπορούν να συνεχίσουν να αγωνίζονται ενάντια στους δυνάστες τους, και ότι μπορούν να νικήσουν. Μήνυμα που πήραν και οι υπόλοιποι οθωμανοκρατούμενοι λαοί, μήνυμα που έφτασε ακόμη και μέχρι την αμερικανική ήπειρο, όπου την ίδια εποχή βρίσκονταν σε εξέλιξη απελευθερωτικά κινήματα. Αν οι ελίτ της Ευρώπης δυσανασχέτησαν με την Επανάσταση και προσπάθησαν να την πατρονάρουν, οι λαοί της Ευρώπης είδαν σ’ αυτήν την επιβεβαίωση ότι η τύχη τους μπορεί να αλλάξει.
Οι Επαναστάσεις ασφαλώς δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο εκ βάθρων. Καμία μέχρι σήμερα δεν το πέτυχε. Και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το τίμημά τους είναι βαρύ. Η Ελληνική Επανάσταση ασφαλώς δεν έφερε όλα τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες – οι μελανές σελίδες δεν έλειψαν ούτε κατά τη διάρκειά της ούτε μετά την ανακήρυξη του νεοελληνικού κράτους. Ήταν, παρ’ όλα ταύτα, αναμφισβήτητα, ένα άλμα προς τα μπρος. Το νεοσύστατο κράτος, με όλες του τις παιδικές αρρώστιες, ήταν ένα αποφασιστικό βήμα πολιτειακής οργάνωσης. Ήταν ένας συντεταγμένος βηματισμός του ελληνικού έθνους προς το μέλλον. Ήταν η νίκη ενός λαού απέναντι σε μια δυναστική εξουσία.
Ο ατελής χαρακτήρας αυτής της νίκης δείχνει ότι αυτός ο αγώνας ενάντια στις δυναστικές εξουσίες είναι υπόθεση διαρκής, όσο και επιτακτική. Δεν μιλώ για ένοπλο αγώνα, ούτε ανήκω σε αυτούς που από τον καναπέ τους οραματίζονται αιματοχυσίες (κάποιων άλλων) για να αλλάξει ο κόσμος (και για τους ίδιους). Μιλώ για αγώνα διαρκή σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής, μιλώ για πίστη στην πρόοδο και στην αλλαγή, για έμπρακτη αμφισβήτηση που δεν μπορεί να είναι μόνο γκρίνια και άρνηση, αλλά οφείλει να είναι και θέση, πρόταση, δράση. Ιδιαίτερα σε εποχές όπως η σημερινή, που τόσο οι ατομικές ελευθερίες όσο και οι βασικές αρχές της δημοκρατίας υφίστανται πολλαπλές επιθέσεις από διάφορες εξουσίες, εθνικές και υπερεθνικές, πολιτειακές και οικονομικές, οι λαοί οφείλουν να αντιστέκονται και να διεκδικούν αυτό το βήμα προς τα μπρος που ονειρεύτηκαν και πέτυχαν οι Έλληνες το 1821. Γιατί όταν η εξουσία επιχειρεί απεγνωσμένα και καταναγκαστικά να σε πείσει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, τότε πρέπει να καταλάβεις ότι ήρθε η στιγμή να κλείσεις τα αυτιά σου, να σηκώσεις τα μανίκια σου, να πάρεις τα εργαλεία σου, και να τον ανοίξεις εσύ αυτόν τον καινούριο δρόμο.