Ένα παραμύθι….. Γιατι όχι μερικά είναι βγαλμένα από την ζωη.
Κάποτε ,όχι και πολύ παλιά, ζούσε σε ένα όμορφο Ελληνικό νησί ο μικρός Νικόλας.
Ο φίλος μας ζει με την μητέρα του σε ένα πολυ μικρό καλύβι, απο τότε που πέθανε ο πατέρας του ζουν πολύ φτωχά και ο κυρ-Αλέκος ,ο μπακάλης του χωριου ,τους πήρε το παλίο τους σπίτι για να ξεπληρωθεί το δάνειο που είχε δώσει στον πατέρα του Νικόλα και καλού του φίλου… μέχρι που πέθανε!
Ο Νικόλας σήμερα νιώθει πολύ ευτυχησμένος καθώς μόλις έγινε 18 του χρόνων και μέσα του έχει θεριέψει ένας ενθουσιασμός, σκεφτεται ,επιτέλους είμαι ελεύθερος να κάνω ότι θέλω απο εδώ και μπρος.
Αποφάσισε λοιπόν να μην πάει σχολείο αλλά μια βόλτα στην πλατεία του χωριού ,περνώντας όμως έξω από το μπακάλικο του κυρ-Αλέκου σταμάτησε να χορτάσει την πείνα του κοιτώντας τα αλλαντικά στην βιτρίνα, δεν θα μπορούσε αλλωστε ποτέ να τ\’αγοράσει καθώς θα έπρεπε η μητέρα του να πληρώσει τα χρήματα μιας εβδόμαδας. Ξαφνικά θυμήθηκε προηγούμενη φορά που είχε σταθεί μπροστά στην βιτρίνα του κυρ – Αλεκου , αυτός είχε βγει έξω κρατώντας τον πλάστη που ζύμωνε το ψώμι λευκός σαν φάντασμα απο το αλέυρι και του είχε πει , αν σε ξαναπίασω να χαζολογά ς εδώ θα σε βάλω στην μηχανή και θα σε κάνω σαλαμι. Πάνε πέντε χρόνια από τότε και ο Νικολας είναι πια άντρας δεν τον φοβάται άσ ερθεί και θα του δείξει σκεφτετε!
Ξαφνίκα και ενώ το μυαλό του γέυετε ένα χοιρινό μπούτι το όνειρο διακόπτετε από την φώνη του κυρ-Αλεκου ο Νικόλας σαστίζει , συνειδητοποιει πως ακόμα είναι πολύ πιο μεγαλόσωμος από αυτόν ,κραταει και τον πλάστη ετοιμαζετε να φύγει τρέχωντας ο μπακάλης του πίανει με δύναμη το χέρι και του λέει δεν γλυτώνεις τώρα .
Ο Νικόλας ακόμα σαστισμένος το μόνο που βρήκε να πει ήταν δεν είμαι πια παίδι …ναι .. οχι …ειμια αντρας 18 χρονων. Και τότε σαν από θαύμα ο κυρ-Αλεκος τον αφησε του χαμογέλασε και του είπε τότε κόπιασε μέσα παιδί μου να μιλήσουμε σαν αντρες.
Ο φίλος μας τρομαγμένος σκέφτηκε σχέδον φώναχτα \’\’Δεν καταλαβαινω τίποτα\’\’ ο κυρ-Αλέκος του έριξε ενα γλυκό βλέμμα λέγωντας του:
-Πάρε όποιο σαλάμι θες Νικόλα μου και πήγενέ το στο σπίτι σου να φάει και η καημένη η μητέρα σου.
-Μα μα δεν έχω λεφτά, αντιγύρισε ο Νικόλας -Δεν θέλω λεφτά Νικόλα μου μόνο μια μικρή χάρη ,την κυριακή θα παρείς αυτό το φάκελο και θα το ρίξεις στο μεγάλο κουτί που θα υπάρχει στην πλατεία του χωριού συμφωνοι; -Ναι βέβαια, είπε ο Νικόλας -Και,συνέχισε , ο μπακάλης αν η μητέρα σου ρίξει αυτό το φάκελο στο ίδιο κουτί τοτε θα κάνω και κάτι ακόμα καλύτερο θα σας δώσω δουλειά ,από την δευτέρα θα καθαρίζει το μεγάλο σπίτι στο λόφο 2 φορές την βδομάδα και εσύ θα φροντίζεις τον κήπο, συμφωνοι; -Ναι ναι ναι φώναξε ο μικρός Νικόλας και του φίλησε το χέρι ,ενώ σκέφτοταν πως μόλις μια μέρα από οταν έγινε άντρας όλα εφτιαξαν ακόμα και ο κυρ Αλέκος τον συμπαθεί .
Πήγε σπίτι τρέχωντας να πεί τα νέα στην μάνα του ενώ στο μυαλό του γύριζαν σαλάμια χιλιάδες σαλάμια που θα αγόραζε με τα λεφ΄τα που θα έβγαζε ,από τη δευτέρα η ζωη θα ηταν πολύ πιο έυκολη αποφάσισε.
Όταν διηγήθηκε την ιστορία στην μητέρα του αυτή θύμωσε και του θύμησε ποιανού ήταν το σπίτι στον λόφο ήταν το δικό τουσ σπίτι ο Νικόλας όμως ήταν μικρός τότε και δεν το θμόταν έτσι δεν τον ένοιαξε και πολύ ,τον ένοιαζαν πιο πολυ τα σαλάμια που επιτέολους θα αγόραζε.
Τις επόμενες δύο μέρες τσακώθηκε με την μητέρα ,φώναξε, διεκδήκησε ,απαίτησε και τελικά την έπεισε να δοκιμάσουν να κάνουν ότι είπε ο κυρ-Αλεκος τι θα έχανα αλλώστε ,στο κατω κατω τους ειχε ήδη δωσει ένα μεγάλο σαλάμι.
Τήν δευτέρα το πρωί και αφού ο Νικόλας αλλα και η μητέρα του είχαν κάνει ότι έπρεπε,πήγε στο μπακάλικο του κυρ Αλεκου έτοιμος να εισπάξει την αμοιβή του όμως για πρώτη φορά στη ζωή του το βρήκε Κλειστο!
Γεράσιμος Τσιμάρας